ϑρηνῳδός
1θρηνῳδός — one who sings a dirge masc/fem nom sg …
2θρηνωδός — ο, η (ΑΜ θρηνῳδός) αυτός που ψάλλει θρηνητικά άσματα, ο μοιρολογητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + ωδός < αείδω (πρβλ. επ ωδός, μελ ωδός)] …
3θρηνωδός — ο, η αυτός που τραγουδάει θρηνητικά τραγούδια, ο μοιρολογητής …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θρηνωιδόν — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem acc sg …
5θρηνῳδοί — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem nom/voc pl …
6θρηνῳδούς — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem acc pl …
7θρηνῳδέ — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem voc sg …
8θρηνῳδόν — θρηνῳδός one who sings a dirge masc/fem acc sg …
9PAEFICA — memorata in illo Naevii, Haec quidem hercle opinor Praefica est, Nam mortuos collaudat. Claudio dicebatur, quae praeficeretur ancillis lam entantibus. Unde in Glossis Philoxeni, Praefica, ἡ πρὸ τῆς κλίνης εν τῇ φορᾷ κοπτομένη: θρηνῳδὸς ἐπ᾿… …
10θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… …
- 1
- 2