ϑησαυρισμός
1θησαυρισμός — laying up in store masc nom sg …
2θησαυρισμός — ο (Α θησαυρισμός) [θησαυρίζω] το να θησαυρίζει, να αποταμιεύει, να φυλάει κανείς κάτι, θησαύριση αρχ. διατήρηση, συγκράτηση («θησαυρισμὸς ὀσμῶν», Θεόφρ.) …
3θησαυρισμός — ο πλουτισμός: Κατηγορήθηκε για παράνομο θησαυρισμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4θησαυρισμοῦ — θησαυρισμός laying up in store masc gen sg …
5θησαυρισμόν — θησαυρισμός laying up in store masc acc sg …
6αγερμός — Η συγκέντρωση γενικά ή, ειδικότερα, η συγκέντρωση χρημάτων για ιερό σκοπό. * * * ο (Α ἀγερμός) [ἀγείρω] νεοελλ. βλ. Λαογρ. αρχ. 1. συγκέντρωση χρημάτων με έρανο για τη λατρεία τών θεών 2. στην Ποιητική τού Αριστοτέλη (§17) πιθανόν να σημαίνει,… …
7ՀԱՄԲԱՐԱՆՈՑ — (ի, աց.) NBH 2 0025 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 13c գ. ἁποθήκη repositorium θησαυρισμός cellarium. Տեղի համբարաց. շտեմարան. մթերանոց. գանձարան. ամպար. *Որոց ոչ գոն շտեմարանք, եւ ոչ համբարանոցք. Ղկ. ՟Ժ՟Բ. 24: *Լռեմ զմրջեանց ...… …