ϑεσμοφόρος
1θεσμοφόρος — law giving masc/fem nom sg …
2θεσμοφόρος — ο (ΑΜ θεσμοφόρος, ον) αυτός που φέρει, που παρέχει θεσμούς, ο νομοθέτης αρχ. 1. (το θηλ. ως επίθ. τής Δήμητρος) αυτή που εισάγει θεσμούς για την καλλιέργεια τής γης, τον καταρτισμό τής κοινωνίας, τον νόμιμο γάμο κ.λπ. 2. ως κύριο όν. ὁ Θεσμοφόρος …
3θεσμοφόρον — θεσμοφόρος law giving masc/fem acc sg θεσμοφόρος law giving neut nom/voc/acc sg …
4θεσμοφόρω — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut nom/voc/acc dual θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …
5θεσμοφόρε — θεσμοφόρος law giving masc/fem voc sg …
6θεσμοφόροι — θεσμοφόρος law giving masc/fem nom/voc pl …
7θεσμοφόροιν — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen/dat dual …
8θεσμοφόροιο — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg (epic) …
9θεσμοφόροις — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut dat pl …
10θεσμοφόρου — θεσμοφόρος law giving masc/fem/neut gen sg …