ϑερμασία
1θερμασία — θερμασίᾱ , θερμασία warmth fem nom/voc/acc dual θερμασίᾱ , θερμασία warmth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2θερμασίᾳ — θερμασίαι , θερμασία warmth fem nom/voc pl θερμασίᾱͅ , θερμασία warmth fem dat sg (attic doric aeolic) …
3θερμασία — και θερμασιά, η (ΑΜ θερμασία) θερμότητα, θέρμη («τὸ γὰρ κινεῑσθαι... παρεῑχε θερμασίαν τινά», Ξεν.) νεοελλ. ελώδης πυρετός, ελονοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαίνω + θηλ. κατάλ. σια (πρβλ. σημα σία < σημαίνω)] …
4θερμασιά — η ελονοσία …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5θερμασίας — θερμασίᾱς , θερμασία warmth fem acc pl θερμασίᾱς , θερμασία warmth fem gen sg (attic doric aeolic) …
6θερμασίαι — θερμασία warmth fem nom/voc pl θερμασίᾱͅ , θερμασία warmth fem dat sg (attic doric aeolic) …
7θερμασίαν — θερμασίᾱν , θερμασία warmth fem acc sg (attic doric aeolic) …
8θερμασιῶν — θερμασία warmth fem gen pl …
9θερμασίαις — θερμασία warmth fem dat pl …
10θερμασίη — θερμασία warmth fem nom/voc sg (epic ionic) …
- 1
- 2