ϑεοῦ μῆνις

  • 1ГНЕВ — [греч. ορϒὴ, θυμός, лат. furor], 1. Г. Божий; 2. Страстная раздражительность, один из основных человеческих пороков. В НЗ и у св. отцов чаще встречается слово ορϒὴ (напр., сущ.: Мк 3. 5; Иак 1. 19; Кол 3. 8; 1 Тим 2. 8; Еф 4. 31; прил. ὀρϒίλον:… …

    Православная энциклопедия

  • 2θεομηνής — θεομηνής, ές (Μ) αυτός που προέρχεται από την οργή τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μηνής (< μήνις), τ. που απαντά μόνο στο παρόν συνθ. επίθ., αν δεν πρόκειται για υποχωρητικό παρ. < θεο μηνία] …

    Dictionary of Greek

  • 3θεομηνία — η (AM θεομηνία) η οργή τού θεού νεοελλ. μεγάλη καταστροφή που προέρχεται από κακοκαιρία, σεισμό, πλημμύρα κ.λπ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μήνις] …

    Dictionary of Greek