ϑεομάχος
1θεομάχος — masc/fem nom sg …
2θεόμαχος — fighting against God masc/fem nom sg …
3θεομάχος — ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, ον) αυτός που μάχεται κατά τού θεού (ή τών θεών). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο μάχος, πρό μαχος] …
4θεομάχος — ο αντίθρησκος, αυτός που πολεμά τη θρησκεία: Ο Λέων Γ ο Ίσαυρος κατηγορήθηκε από τους αντιπάλους του ως θεομάχος …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5θεομάχοις — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut dat pl θεομάχος masc/fem/neut dat pl …
6θεομάχον — θεομάχος masc/fem acc sg θεομάχος neut nom/voc/acc sg …
7θεομάχου — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut gen sg θεομάχος masc/fem/neut gen sg …
8θεομάχους — θεόμαχος fighting against God masc/fem acc pl θεομάχος masc/fem acc pl …
9θεομάχων — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut gen pl θεομάχος masc/fem/neut gen pl …
10θεομάχῳ — θεόμαχος fighting against God masc/fem/neut dat sg θεομάχος masc/fem/neut dat sg …