ϑεοείκελος
1θεοείκελος — θεοείκελος, ον (AM) αυτός που μοιάζει στην όψη με θεό («θεοείκελ Ἀχιλλεῡ «, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + είκελος «παρόμοιος»] …
2θεοείκελος — godlike masc/fem nom sg …
3θεοείκελον — θεοείκελος godlike masc/fem acc sg θεοείκελος godlike neut nom/voc/acc sg …
4θεοεικέλοις — θεοείκελος godlike masc/fem/neut dat pl …
5θεοεικέλους — θεοείκελος godlike masc/fem acc pl …
6θεοείκελα — θεοείκελος godlike neut nom/voc/acc pl …
7θεοείκελε — θεοείκελος godlike masc/fem voc sg …
8θεοείκελοι — θεοείκελος godlike masc/fem nom/voc pl …
9θεοείκελ' — θεοείκελα , θεοείκελος godlike neut nom/voc/acc pl θεοείκελε , θεοείκελος godlike masc/fem voc sg …
10ανδρείκελος — (Α ἀνδρείκελος), ον) 1. αυτός που έχει όψη ανθρώπου, ανθρωπόμορφος 2. το ουδ. ως ουσ. ομοίωμα του άνδρα, του ανθρώπου νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. α) νευρόσπαστο, μαριονέτα, κούκλα β) μτφ. άνθρωπος που δεν ενεργεί με δική του βούληση αλλά κατά επιταγή …
- 1
- 2