ϑεηδόχος
1θεηδόχος — θεηδόχος, ον (Α) (ποιητ. τ. αντί θεοδόχος*) 1. (για τη Θεοτόκο) αυτή που δέχθηκε στους κόλπους της τον θεό 2. αυτός που δέχεται ή στον οποίο παρουσιάζεται ο θεός [α. (για την αγία τράπεζα) «δώρων δοχεῖον ἁγνόν ἡ θεηδόχος τράπεζα» β. (για την… …
2θεηδόχος — masc/fem nom sg …
3θεηδόχον — θεηδόχος masc/fem acc sg θεηδόχος neut nom/voc/acc sg …
4θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …