ϑαλάμης
1θαλάμης — θαλάμη lurkingplace fem gen sg (attic epic ionic) …
2κλείστρο — Μηχανισμός των πυροβόλων όπλων, ο οποίος κλείνει τη θαλάμη και αντιστέκεται στην πίεση των αερίων που παράγονται από την έκρηξη της γόμωσης. Η ιδέα της γόμωσης από τη θαλάμη εμφανίστηκε όταν σχεδιάστηκαν τα πρώτα πυροβόλα, αλλά η πρωτόγονη… …
3γόμωση — Από άποψη βλητικής ονομάζουμε γ. καθορισμένες ποσότητες εκρηκτικής ύλης που προορίζονται για ειδικούς στρατιωτικούς και τεχνικούς σκοπούς. Διακρίνονται σε γ. προώθησης και σε γ. έκρηξης (εκρηκτικές). Οι πρώτες, αφού εισαχθούν στη θαλάμη ενός… …
4θαλάμη — η (AM θαλάμη) το θαλάμι, η τρύπα στην οποία ζουν υδρόβια ζώα («πουλύποδος θαλάμης έξελκομένοιο», Ομ. Οδ.) νεοελλ. κοίλωμα τών φορητών όπλων, καθώς και τών πυροβόλων, το οποίο χρησιμεύει για την υποδοχή τού βλήματος αρχ. 1. σπήλαιο, κοίλωμα τού… …
5θαλαμηιάδης — θαλαμηϊάδης, ό (Α) (κωμικό επίθ. τού ψαριού τόνος) ο γιος τής θαλάμης, τής τρύπας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλαμήιος* + κατάλ. άδης, δηλωτική τής καταγωγής (πρβλ. Ασκληπι άδης, Νηληι άδης)] …
6κόγχη — και κόχη, η (AM κόγχη) 1. το κέλυφος τών μαλακίων υδροβίων και ιδιαίτερα τών διθύρων, κοχύλι, όστρακο («ἰχθύες τε ἐν ἀμφοτέροις ἔνεισι καὶ κόγχαι», Ξεν.) 2. καθετί που μοιάζει με κοχύλι ως προς το σχήμα και ιδιαίτερα κάθε κοίλωμα οστού ή οργάνου… …
7προκάθημαι — ΝΜΑ και ιων. τ. προκάτημαι Α [κάθημαι] 1. στέκω, κάθομαι μπροστά από κάποιον άλλο 2. κάθομαι κατά προτίμηση μπροστά άπο άλλους επειδή κατέχω τιμητική θέση (α. «οι προκαθήμενοι στο θέατρο είναι συνήθως επίσημοι» β. «προκάθηνται καθ ἡλικίαν καὶ… …
8ρινοδακρυϊκός — ή, ό, Ν 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή σχετίζεται με τη μύτη και τα δάκρυα 2. φρ. «ρινοδακρυϊκός πόρος» υμενώδης πόρος μήκους 2,50 περίπου εκατοστομέτρων, ο οποίος πορεύεται στον ομώνυμο οστέινο πόρο, εκτείνεται από τον δακρυϊκό ασκό κάθε ματιού ώς… …
9σκαφίδι(ο) — (I) το / σκαφίδιον, ΝΜΑ υποκορ. 1. μικρή σκάφη 2. ελαφρύ πλοίο, μικρό πλεούμενο νεοελλ. 1. (χωρίς υποκορ. σημ.) σκάφη 2. τεμάχιο τού μηχανισμού επαναληπτικών τυφεκίων που χρησιμεύει για τη μεταφορά τών φυσιγγίων από την αποθήκη στην είσοδο τής… …
10αρκεβούζιο — Φορητό πυροβόλο όπλο, που εμφανίστηκε προς το τέλος του 14ου αι. Στην αρχή, τα α. ήταν πολύ βαριά και δύσχρηστα, και είχαν μία σιδερένια κάνη, εφαρμοσμένη σε ένα ξύλινο στήριγμα ορισμένου σχήματος. Για την πυροδότηση ήταν εφοδιασμένα με μηχανισμό …