ϑέων

  • 101PAREDRI — Graece Παρεδροι, aliter Σύνθρονοι, quasi Adsessores et eâdem sede praediti, Tertulliano Synhodi (vide infra) Deorum, fieri dicebantur olim, qui de hominibus in Deorum numerum referebantur, et collegio eorum, seu concilio, seu consessui, ut… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 102PLANETAE — I. PLANETAE Herodot. et Plinio, vide Planctae. II. PLANETAE stellae erraticae multis, Nigidio Errones dicti, apud A. Gellium, l. 14. c. 1. quinque antiquis tantum fuêre, a Veterib. Astrologis, in tres sectas, Chaldaicam, Aegyptiacam et Graecam… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 103PULVINAR — idem aliquando cum Templo. Romani en im in honorem Deorum in Templis pulvinaria sternere soliti, passim leguntur apud Auctores. Sic Epulum, quod Iovi aliisque Diis apparabatur, Lectisternium dictum reperimus, quod, placandae nonnumquam alicuius… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 104Γαλάξια — Αρχαία αθηναϊκή γιορτή, που ονομάστηκε έτσι από το γεύμα της ημέρας αυτής, τη γαλαξία (χυλός κριθαριού και γάλα). Τα τελούσαν προς τιμήν της Κυβέλης, μητέρας των θεών. * * * Γαλάξια, τα (Α) γιορτή προς τιμήν τής μητέρας τών θεών στην Αθήνα, κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 105Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… …

    Dictionary of Greek

  • 106Ρέα — Θεά της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις Τιτανίδες, κόρη της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν σύζυγος του αδελφού της Κρόνου και μητέρα της Εστίας, της Δήμητρας, της Ήρας, του Άδη, του Ποσειδώνα και του Δία. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε όλα τα παιδιά που… …

    Dictionary of Greek

  • 107Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …

    Dictionary of Greek

  • 108Φαίδρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τους πλατωνικούς διαλόγους. Υπήρξε και μαθητής του Λυσία. 2. Επικούρειος φιλόσοφος, που διακρίθηκε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 1ου αι. π.Χ. Ήταν μαθητής του Ζήνωνα του… …

    Dictionary of Greek

  • 109άγγελος — I Τη λέξη αυτή χρησιμοποίησαν οι Εβδομήκοντα, οι μεταφραστές της Παλαιάς Διαθήκης, για vα αποδώσουν την εβραϊκή λέξη μαλ ακ που σημαίνει αγγελιαφόρος, υπηρέτης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, οι α. είναι «αι στρατιαί», η αυλή του Θεού, όντα… …

    Dictionary of Greek

  • 110άθεος — η, ο (Α ἄθεος, ον) 1. αυτός που αρνείται την ύπαρξη τού Θεού 2. αθεόφοβος, ασεβής νεοελλ. 1. φαύλος, αλιτήριος, αξιόμεμπτος αρχ. 1. αυτός που αρνείται, που απορρίπτει τους επίσημους θεούς, τους αναγνωρισμένους από την πολιτεία 2. που τόν… …

    Dictionary of Greek