ϑέλγμα
1θέλγμα — θέλγμα, το (Α) [θέλγω] 1. το θέλγητρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «θαῦμα» …
2θέλγμα — neut nom/voc/acc sg …
3θέλγματα — θέλγμα neut nom/voc/acc pl …
4θέλγματι — θέλγμα neut dat sg …
5θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …