ϑέαινα
1θέαινα — θέαινα, ἡ (Α) επικ. τ. τού θεά («πάντες τε θεοὶ πᾶσαί τε θέαιναι», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεά] …
2θέαινα — goddess fem nom/voc sg …
3θεαίνας — θεαίνᾱς , θέαινα goddess fem acc pl θεαίνᾱς , θέαινα goddess fem gen sg (doric aeolic) …
4θεαινῶν — θέαινα goddess fem gen pl …
5θεαίναις — θέαινα goddess fem dat pl …
6θεαίνης — θέαινα goddess fem gen sg (attic epic ionic) …
7θεαίνῃ — θέαινα goddess fem dat sg (attic epic ionic) …
8θέαιναι — θέαινα goddess fem nom/voc pl …
9θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …
10ημιθέαινα — ἡμιθέαινα, ἡ (Α) βλ. ημιθέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + θέαινα, θηλ. του θεός] …
- 1
- 2