ϑάλασσαν

  • 71προσταυρώ — όω, Α 1. κατασκευάζω πασσαλοπήγματα μπροστά σε κάτι ή κατά μήκος του («τὴν θάλασσαν προεσταύρωσαν πανταχῇ ἧ ἀποβάσεις ἦσαν», Θουκ.) 2. σταυρώνω εκ τών προτέρων («προσταυροῡντα ἤ ἀνασταυροῡντα τὸν υἱὸν τοῡ Θεοῡ... εἴτε πρὸς τῆς... σωματικῆς τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 72ρύακας — ο / ῥύαξ, ακος, ΝΑ νεοελλ. το ρυάκι αρχ. 1. ορμητικό ρεύμα, χείμαρρος 2. καθετί που αναβλύζει από τη γη και εκχύνεται και ιδίως η λάβα τών ηφαιστείων (α. «ἐρρύη δὲ... ὁ ῥύαξ τοῡ πυρὸς ἐκ τῆς Αἴτνης», Θουκ. β. «ἐφθαρμένων γὰρ τῶν παρὰ τὴν θάλασσαν …

    Dictionary of Greek

  • 73σκάφη — Ορεινός οικισμός (95 κάτ., υψόμ. 520 μ.), στην επαρχία Σελίνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (9 τ. χλμ., 199 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο οικισμοί, η Πέρα Σκάφη (68 κάτ., υψόμ. 500 μ.) και το Αργαστήρι (36 κάτ.,… …

    Dictionary of Greek

  • 74στόλος — Το σύνολο των πολεμικών πλοίων ενός κράτους, καθώς και το σύνολο των εμπορικών πλοίων μιας χώρας ή μιας εφοπλιστικής εταιρείας. Όσον αφορά τις πολεμικές μονάδες, ο ίδιος όρος μπορεί επίσης να δείχνει μέρη μόνο του συνόλου των πολεμικών πλοίων… …

    Dictionary of Greek

  • 75συγκαταρρίπτω — Α ρίχνω μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ὅν τινα Τένην διαβολὴ μητρυιᾱς... συγκατέρριψε διὰ τοῡ πατρὸς Κύκνου εἰς θάλασσαν», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 76συμμετεωρίζομαι — ΜΑ μσν. χαριεντίζομαι, αστειεύομαι μαζί με άλλον αρχ. 1. υψώνομαι ταυτόχρονα με άλλον («τῷ μετεωρισμῷ τοῡ ἐδάφους συμμετεωρισθεῑσαν καὶ τὴν θάλασσαν», Στράβ.) 2. (για την αναπνοή) γίνομαι κατ επιπολήν συγχρόνως 3. μτφ. είμαι ανήσυχος ταυτόχρονα… …

    Dictionary of Greek

  • 77συνεξαίρω — ΜΑ [ἐξαίρω] ξεσηκώνομαι μαζί με άλλον αρχ. 1. κάνω κάτι να ανυψωθεί μαζί με κάτι άλλο, ανυψώνω ταυτοχρόνως («συνεξαίροντα μὲν έκείνην [τὴν θάλασσαν] ὥστε πλημμυρεῑν», Στράβ.) 2. μτφ. α) προκαλώ, δημιουργώ μαζί («συνεξαίρειν θρῆνον», Ηλιοδ.) β)… …

    Dictionary of Greek

  • 78συνναυτίλλομαι — Α ταξιδεύω δια θαλάσσης μαζί με κάποιον άλλο («τὴν αὐτὴν ἀλλήλοις συνναυτιλλόμεθα θάλασσαν», Γρηγ. Ναζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναυτίλλομαι «είμαι ναυτικός, ασχολούμαι με τη ναυτιλία»] …

    Dictionary of Greek

  • 79τροφέας — ο / τροφεύς, έως, ΝΜΑ αυτός που παρέχει τροφή σε κάποιον νεοελλ. συνεκδ. γονέας αρχ. 1. θετός πατέρας 2. (για γυναίκα) τροφός, παραμάννα 3. (σχετικά με ζώα) αυτός που έχει αναλάβει την ανατροφή κάποιου 4. αυτός που διατηρεί, που συντηρεί κάποιον… …

    Dictionary of Greek

  • 80υπέραντλος — ον, Α 1. (για πλοίο) πλημμυρισμένος από νερό («πρός τε τὴν θάλασσαν ἤδη βαρείας καὶ ὑπεράντλου γενομένης», Πλούτ.) 2. ξέχειλος («ὑπέραντλος σιτοθήκη», Θεμίστ.) 3. καταβεβλημένος από θλίψεις και ατυχίες («χαλεπᾷ ὑπέραντλος οὖσα συμφορᾷ», Ευρ.) 4.… …

    Dictionary of Greek