ϑάλασσαν

  • 51λέμβος — η (AM λέμβος, ὁ) σκάφος μικρών διαστάσεων, με ή χωρίς κατάστρωμα, που κινείται με κουπιά ή και ιστία, βάρκα («διωκόμενος ῥίπτει αὑτὸν εἰς τὴν θάλασσαν, διαμαρτὼν δὲ τοῡ λέμβου... ἀπεπνίγη», Δημοσθ.) νεοελλ. 1. το καλάθι τού αεροστάτου 2. ανατ. το …

    Dictionary of Greek

  • 52λίβας — ο (Α λιψ, λιβός, Μ λίβας) πολύ θερμός νοτιοδυτικός άνεμος που πνέει από τη Λιβύη, αλλ. γαρμπής («ὅ τε νότος καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων πολλὸν τῶν πάντων ὑετιώτατοι», Ηρόδ.) νεοελλ. πολύ θερμός και ξηρός άνεμος, ανεξάρτητα από την κατεύθυνση από την οποία… …

    Dictionary of Greek

  • 53λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …

    Dictionary of Greek

  • 54ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …

    Dictionary of Greek

  • 55ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 56παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… …

    Dictionary of Greek

  • 57παρήκω — Α 1. εκτείνομαι κατά μήκος, βρίσκομαι παραπλεύρως κάποιου («παρήκουσι παρὰ πᾱσαν τὴν θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. παρουσιάζομαι, εξέρχομαι 3. (για μακρά ποιήματα) φθάνω σε μήκος 4. (για τον χρόνο) έχω παρέλθει, έχω περάσει («ὁ παρήκων χρόνος» ο χρόνος… …

    Dictionary of Greek

  • 58παραζώννυμι — και παραζωννύω Α 1. κρεμώ κάτι από τη ζώνη, ζώνω κάτι στη μέση («ξίφος παραζώννυσθαι», Δίον. Αλ.) 2. (για νέφη) καλύπτω («ὅταν τὰ νέφη πρὸς τὴν θάλασσαν αὐτὰ [τὰ ὄρη] παραζωννύῃ», Θεόφρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 59παραθαλάσσιος — α, ο / παραθαλάσσιος, ία, ον και αττ. τ. παραθαλάττιος, ία, ον θηλ. και ος, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, παράκτιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. παρά τὴν θάλασσαν + επίθημα ιος] …

    Dictionary of Greek

  • 60παρακαινωτής — ὁ, Μ άτομο που επιφέρει καινοτομίες, αλλά ιδίως επιβλαβείς («ἔβαλλον [αὐτούς] εἰς τὴν θάλασσαν ὡς παρακαινωτάς», Πασχ. Χρον.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + καινῶ «ανακαινίζω, μεταβάλλω»] …

    Dictionary of Greek