ώδη
1ωδή — Είδος της ελληνικής, της λατινικής και της νεότερης λυρικής ποίησης. Στην αρχή, όπως δείχνει και η ετυμολογία της λέξης (από το ρήμα άδω), επρόκειτο για ποίημα που το τραγουδούσαν με συνοδεία λύρας. Με διάφορα μέτρα και ποικίλο περιεχόμενο, η… …
2-ώδη — Ν επίθημα πληθυντικού αριθμού, που απαντά σε επιστημονικούς όρους τής Νέας Ελληνικής και δηλώνει ταξινομικές ομάδες φυτών ανώτερες τής οικογένειας (πρβλ. αμαρυλλιδ ώδη, μυρτ ώδη, ροδ ώδη, ψιλοφυτ ώδη). [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην Ελληνική τού νεολατ.… …
3ᾠδῇ — ἀοιδή song fem dat sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem dat sg (attic epic ionic) …
4ᾠδή — ἀοιδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) ᾠδή song fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5ωδή — η 1. λυρικό άσμα, τραγούδι: Διαβάζει τις ωδές του Οράτιου. 2. σύστημα τροπαρίων της ορθόδοξης εκκλησίας που έχουν τον ίδιο ρυθμό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ὥδη — ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (doric) ὁδάω export and sell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) …
7ᾠδῆ — ἀϊδῆ , ἀιδής unseen neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀϊδῆ , ἀιδής unseen masc/fem acc sg (attic epic doric) …
8ᾤδη — οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (doric) οἰδάω swell imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) οἰδέω swell imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
9σελαγινελ(λ)ώδη — τα, Ν βοτ. τάξη φυτών με μοναδικό αρτίγονο και χαρακτηριστικό γένος την σελαγινέλ(λ)α. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. selaginellales (βλ. σελαγινέλ[λ]α)] …
10ODE — Graece Ὠδὴ, titulus librorum Horatii, cui a canendo nomen. Scaliger Poetices. l. 1. c. 44. Proxima heroica maiestati Lyrica nobilitas; ut illa a cantu Rhapsodia et Epos: ita haec Ode, et μέλος et μολπὴ. Neque enim ea sine cantu atque lyra… …