όψιμος

  • 31ψιμίζω — και οψιμίζω Ν [όψιμος] (για φυτό και ιδίως για στάχυ) καρποφορώ όψιμα …

    Dictionary of Greek

  • 32όψιος — ὄψιος, ία, ον (Α) [οψέ] 1. αυτός που γίνεται ή συμβαίνει σε προχωρημένη χρονική στιγμή, όψιμος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀψία (συν. με τα ουσ. ὥρα ή δείλη) το τμήμα τής ημέρας που πλησιάζει στο βράδυ, η εσπέρα …

    Dictionary of Greek

  • 33Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …

    Dictionary of Greek

  • 34ԱՆԱԳԱՆ — (ի.) NBH 1 0101 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 10c, 12c ա.գ. ὅψιμος serotinus Ո՛չ ագան, ոչ ընդ այգն. ո՛չ կանուխ. յամր. յետին. ուշ, ուշ մնացօղ, ետքի. ... *Ցորեանն եւ հաճար ոչ հարան, զի անագան էին: Տացէ զանձրեւ՝… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)