όψιμος
1ὄψιμος — late masc/fem nom sg …
2όψιμος — η, ο (Α ὄψιμος, η, ον) 1. αυτός που γεννιέται, γίνεται ή παράγεται μετά από το κατάλληλο και καθορισμένο χρονικό διάστημα, καθυστερημένα 2. (για καρπό) αυτός που ωριμάζει αργά νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που εκδηλώνεται με καθυστέρηση («όψιμο… …
3όψιμος — η, ο αυτός που γίνεται, γεννιέται αργά, καθυστερημένα (αντίθ. πρώιμος): Όψιμη σπορά. – Όψιμο ενδιαφέρον. – Όψιμες ντομάτες κτλ …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀψιμωτέραις — ὄψιμος late fem dat comp pl ὀψιμωτέρᾱͅς , ὄψιμος late fem dat comp pl (attic) …
5ὀψίμως — ὄψιμος late adverbial ὄψιμος late masc/fem acc pl (doric) …
6ὄψιμον — ὄψιμος late masc/fem acc sg ὄψιμος late neut nom/voc/acc sg …
7ὀψιμωτάτου — ὄψιμος late masc/neut gen superl sg …
8ὀψιμωτάτῳ — ὄψιμος late masc/neut dat superl sg …
9ὀψιμωτέρου — ὄψιμος late masc/neut gen comp sg …
10ὀψιμώτατος — ὄψιμος late masc nom superl sg …