όρϑά
1ὀρθά — ὀρθός straight neut nom/voc/acc pl ὀρθά̱ , ὀρθός straight fem nom/voc/acc dual ὀρθά̱ , ὀρθός straight fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2ορθά — επίρρ. βλ. ὀρθός …
3ὀρθᾷ — ὀρθός straight fem dat sg (doric aeolic) …
4ὀρθάν — ὀρθά̱ν , ὀρθός straight fem acc sg (doric aeolic) …
5ὀρθάς — ὀρθά̱ς , ὀρθός straight fem acc pl …
6Ὀρθάων — Ὀρθά̱ων , Ὄρθη fem gen pl (epic aeolic) …
7ὀρθάων — ὀρθά̱ων , ὀρθός straight masc/fem gen pl (epic aeolic) …
8ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …
9ορθοεπής — ές (Μ ὀρθοεπής, ές) αυτός που τηρεί και εφαρμόζει ορθά τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες στην προφορική και γραπτή έκφρασή του, που διατυπώνει ορθά τις σκέψεις του νεοελλ. εκφρασμένος με σωστό τρόπο («ορθοεπής λόγος»). επίρρ... ορθοεπώς… …
10σταμίνα — η / σταμίν, ῑνος, ΝΑ νεοελλ. καθένα από τα ορθά ξύλινα ή σιδερένια τεμάχια που συγκρατούν τα σκέλη τών νομέων στον σκελετό τού σκάφους, κν. σκαρμός τής πόστας αρχ. 1. καθένα από τα ορθά ξύλα στα πλάγια τού πλοίου που ξεκινούν από την τρόπιδα και… …