-
1 όρεξη
[орэкси] ουσ. Θ. аппетит,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > όρεξη
-
2 аппетит
-
3 аппетит
-а α.1. όρεξη•у меня нет -а δεν έχω όρεξη•
потерять аппетит μου φεύγει η όρεξη, χάνω την όρεξη•
есть без -а τρώγω ανόρεχτα’ волчий аппетит κυνορεξία, βουλιμία•
аппетит приходит во время τρώγοντας έρχεται η όρεξη•
приятного -а! καλή όρεξη!
2. μτφ. επιθυμία. -
4 аппетит
аппетитм ἡ ὅρεξη [-ις], ἡ ἐπιθυμία; отсу́тствие \аппетита ἡ ἀνορεξία; есть с \аппетитом I τρώγω μέ ὅρεξη; \аппетит приходит во время еды́ погов. ἡ ὅρεξις ἔρχεται τρώγοντας; приятного \аппетита! καλή ὅρεξη! -
5 охота
охот||а I ж (на кого-л., за кем-л.) τό κυνήγι[ον], ἡ θήρα:\охота на медведя, \охота за медведем τό κυνήγι ἀρκούδας· ходить на \охотау πηγαίνω κυνήγι.охот||а II ж (желание) ἡ ἐπιθυμία, ἡ διάθεση, ἡ ὀρεξη:делать что́-л. по своей \охотае κἀνω κάτι μέ τή θέληση μου· \охота κ чтению ἡ ὀρεξη γιά διάβασμα· \охота пу́ще неволи поел. ἡ καλή θέλησις κατανικάει τά προσκόμματα· отнимать всякую \охотау κόβω κάθε ὀρεξη· ◊ \охота тебе спорить с ним! τί θες καί τά βάζεις μ· αὐτόνε! -
6 вкусно
επίρ.1. νόστιμα•готовить вкусно μαγειρεύω νόστιμα•
как вкусно! τι νόστιμα!
2. με όρεξη, ορεχτικά•есть вкусно τρώγω με όρεξη.
-
7 охота
охота 1-ы θ.κυνήγι, θήρα•медвежья охота κυνήγι αρκούδων•
охота на волков κυνήγι λύκων•
идти (ехать) на -у πηγαίνω κυνήγι•
пристраститься к -е με πιάνει μανία κυνηγιού•
псовая охота κυνήγι με σκυλιά;
τα μέσα κυνηγιού (σκυλιά, γεράκια, παγίδες κ.τ.τ.).охота 2-ы θ.επιθυμία, διάθεση, όρεξη, αποθυμιά• κλίση, τάση, ζήλος•у него большая охота учиться αυτός έχει μεγάλο ζήλο για γράμματα•
у него нет -ы к музыке αυτός δεν έχει κλίση στη μουσική•
отбить -у κόβω την όρεξη (διάθεση)•
он всё делает с -ой αυτός όλα τα κάνει πρόθυμα.
εκφρ.охота тебе (делать что) – γιατί, τι σου αρέσει, τι θέλεις•что за охота – τι σας αρέσει•в -у:α) όσο θέλω, κατά βούληση, με την ψυχή μου• отдыхай в -у – ξεκουράσου όσο θέλεις• спи в -у – κοιμήσου όσο θέλεις•β) ως κατηγ. θέλω, μου αρέσει• вам уже надоело, а ему в -у посмотреть – εσείς πια βαρεθήκατε, αυτός όμως θέλει να κοιτάξει. -
8 вкус
вкусм1. (ощущение) ἡ γεύση [-ις], ἡ οὐσία, ἡ νοστιμάδα:приятный на \вкус εὐχάριστος στή γεύση· пробовать на \вкус δοκιμάζω τή γεύση· без \вкуса ἀνοστος·2. (чувство изящного) τό γούστο, ἡ καλαισθησία, ἡ φιλοκαλία:плохой \вкус τό κακό γούστο, ἡ ἀκαλαισθησία· иметь хороший \вкус ἔχω καλό γούστο· быть одетым со \вкусом εἶμαι ντυμένος μέ γούστο·3. (склонность) ἡ ορεξη [-ις], τό γούστο, ἡ κλίση[-ις] (πρός), ἡ ἐπιθυμία:\вкус к поэзии ἡ κλίση πρός τήν ποίηση· это дело \вкуса εἶναι ζήτημα γούστου· на \вкус и на цвет товарищей нет посл. περί ὁρέξεως οὐδείς λόγος, ὁ καθ' ἕνας μέ τό γούστο του·4. (стиль, манера) τό στυλ, τό ϋφος, ἡ μανιέρα:это не в моем \вкусе αὐτό δέν εἶναι τοῦ γούστου μου· ◊ войти во \вкус γλυκαίνουμαι, ἀρχίζω νά νιώθω (или νά καταλαβαίνω), ἀρχίζει νά μου ἀρέσει κάτι. -
9 дразнить
дразнитьнесов1. πειράζω / ἐκνευρίζω (раздражать)·2. перен (возбуждать) ἐρεθίζω, διεγείρω:\дразнить аппетит διεγείρω τήν ὀρεξη. -
10 еда
едаж1. (пища) ἡ τροφή·2. (обед, завтрак, ужин) τό γεύμα, τό φαγητό(ν), τό φαγί:во время еды τήν ὠρα τοϋ φαγητού· аппетит приходит во время еды ἡ ὀρεξη ἐρχεται τρώγοντας. -
11 настроение
настроен||иес ἡ διάθεση [-ις], τό κέφι, ἡ δρεξη [-ις]:быть в хорошем \настроениеии εἶμαι εὐδιάθετος, εἶμαι στά κέφια μου, εἶμαι στίς καλές μου· быть в дурном \настроениеии δέν ἔχω διάθεση, εἶμαι ἄκεφος, εἶμαι ἄθυμος, δέν ἔχω κέφι· у меня нет \настроениеия δέν ἔχω διάθεση, δέν ἔχω ὀρεξη· ◊ \настроение умов ἡ κατάσταση των πνευμάτων. -
12 нерабочий
нерабо́ч||ийприл μή Εργάσιμος:\нерабочий день μέρα ἀργίας, μέρα σχόλης· у него́ \нерабочийее настроение δέν 6χει ὀρεξη γιά δουλειά. -
13 оставаться
оставатьсянесов в разн. знач. μένω:\оставаться на зиму в деревне διαχειμάζω στό χωριό· \оставаться дома μένω στό σπίτι· \оставаться на второй год в классе μένω στήν ἰδια τάξη· \оставаться в силе (о законе) μένω ἐν ἰσχὐΓ \оставаться в живых μένω ζωντανός, ἐπιζῶ· \оставаться сиротой μένω ὁρφανός· \оставаться должным μένω χρεώστης· \оставаться без дела μένω χωρίς δουλειά· меня \оставатьсялось пять рублей μου μένουν πέντε ρούβλια· ◊ \оставаться при своем мнении κρατῶ τήν γνώμη μου, ἐπιμένω στήν ἄποψή μου· \оставаться на бумаге (о проекте) μένω στά χαρτιά· ему́ \оставатьсялось только согласиться ἀναγκάστηκε νά συμφωνήσει· ◊ \оставаться ни при чем μένω στά κρύα τοῦ λουτροῦ· \оставаться в дураках τήν παθαίνω χιώτικα· \оставаться с носом μένω μέ τήν ὀρεξη· счастливо \оставаться1 χαίρετε! -
14 отбивать
отбиватьнесов1. (отражать) ἀποκρούω·2. (отнимать) разг παίρνω, ἀποσπώ I ξαναπαίρνω (обратно)·3. (отламывать) σπάζω·4. (вкус, запах) ἀπομακρύνω, βγάζω, ἐξαλείφω· ◊ \отбивать такт κρατῶ τόν χρόνος· \отбивать шаг κρατώ τό βήμα· \отбивать охо́ту к чему́-л. κόβω τήν ὀρεξη κάποιου. -
15 отшибать
отшибатьнесов, отшибить сов разг1. (отбрасывать ударом) ἀποκρούω·2. (повреждать) χτυπώ, μωλωπίζομαι:\отшибать себе ру́ку χτυπώ τό χέρι μου·3. (отламывать, откалывать) σπάζω· ◊ отшибить охо́ту к чему́-л. κόβω τήν ὀρεξη γιά κάτι, ξεμαθαίνω· память отши́бло χάνω τό μνημονικό, ξεχνάω. -
16 повадно
поваднопредик безл:чтобы не было \повадно για νά τοῦ κοπεί κάθε ὀρεξη. -
17 портить
портитьнесов χαλ(ν)ῶ (μετ.), φθείρω, καταστρέφω / διαφθείρω, διαστρέφω (нравственно):\портить желу́док χαλ(ν)ῶ τό στομάχι μου· \портить аппетит χαλώ τήν ὅρεξη· \портить настроение кому-л. χαλ(ν)ῶ τό κέφι κάποιου· \портить себе кровь συγχίζομαι, χαλώ τό αίμα μου· \портить отношения χαλῶ τίς σχέσεις· э́то мне портит нервы αὐτό μοῦ χτυπάει στά νεῦρα \портиться χαλῶ (άμβτ.), Φθείρομαι / καταστρέφομαι (о зубах)/ σαπίζω, μουχλιάζω (об овощах):не \портиться °т жары, сырости ἀντέχει στήν ζέστη, στήν ὑγρασία[ν]. -
18 прививать
прививатьнесов1. бот. ἐνοφθαλ-μίζω, μπολιάζω, φελιάζω·2. мед. ἐμβολιάζω, μπολιάζω, κάνω μπόλι:\прививать кому́-л. оспу ἐμβολιάζω κατά τής εὐλογιδς, δα-μαλίζω κάποιον3. перен μεταδίδω, ἐμφυτεύω:\прививать вкус к чему́-л. κάνω κάποιον ν' ἀγαπήσει κάτι, κεντρίζω τήν ὅρεξη γιά κάτι. -
19 раздразнить
раздразнитьсов1. Ερεθίζω, ἐξερεθίζω, ἐξαγριώνω, ἀγγρίζω:\раздразнить собак ἀγγρίζω τά σκυλιά·2. (возбудить, разжечь) ἐξάπτω, διεγείρω:\раздразнить чей-л. аппети́т διεγείρω τήν ὅρεξη. -
20 распеться
распетьсясов разг1. (петь много) τραγουδώ μέ ὅρεξη·2. (войти в голос) στρώνει ἡ φωνή μου.
См. также в других словарях:
όρεξη — Είναι το ειδικό αίσθημα, κατά ένα μέρος σωματικό και κατά ένα μέρος ψυχικό, που ωθεί το άτομο να λάβει τροφή. Για μερικούς φυσιολόγους αποτελεί μόνο μια ποσοτική ποικιλία της πείνας, κατ’ άλλους είναι κάτι ξεχωριστό, γιατί στην ό. η επιθυμία… … Dictionary of Greek
όρεξη — η 1. η διάθεση να φάει κανείς κάτι: Έχω όρεξη για ένα παγωτό. 2. γενικά επιθυμία, έφεση, διάθεση, κέφι, γούστο: Έχω όρεξη να χορέψω. – Όρεξη έχεις πρωί πρωί; 3. ευχή: Καλή όρεξη! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀρέξῃ — ὀρέξηι , ὄρεξις appetency fem dat sg (epic) ὀρέγω reach aor subj mid 2nd sg ὀρέγω reach aor subj act 3rd sg ὀρέγω reach fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορεκτικός — ή, ό (ΑΜ ὀρεκτικός, ή, όν) [ορεκτός] 1. αυτός που διεγείρει την όρεξη 2. αυτός που προκαλεί την επιθυμία, επιθυμητός, λαχταριστός νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ορεκτικό α) έδεσμα ή ποτό που λαμβάνεται πριν από το φαγητό για να διεγείρει την όρεξη β) … Dictionary of Greek
ὀρέξηι — ὄρεξις appetency fem dat sg (epic) ὀρέξῃ , ὀρέγω reach aor subj mid 2nd sg ὀρέξῃ , ὀρέγω reach aor subj act 3rd sg ὀρέξῃ , ὀρέγω reach fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναστομώ — άω 1. διεγείρω, προκαλώ την όρεξη 2. (αμτβ.) λιγουρεύομαι, μού ανοίγει η όρεξη 3. μτφ. μιλώ με απρέπεια, αντιλέγω, αυθαδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόθ. ανά + στόμα] … Dictionary of Greek
ερεθίζω — (AM ἐρεθίζω) 1. εξοργίζω, εξάπτω, εκνευρίζω («ἀλλ’ ἴθι, μὴ μ’ ἐρέθιζε», Ομ. Ιλ.) 2. (για όργανα τού σώματος) αυξάνω την πάθηση, προκαλώ φλόγωση, ερεθισμό («αυτή η αλοιφή μού ερέθισε το τραύμα») 3. προκαλώ ερωτική διέγερση («η θέα της ερεθίζει… … Dictionary of Greek
ευόρεκτος — εὐόρεκτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που έχει όρεξη 2. αυτός που προκαλεί, που δημιουργεί όρεξη, ο ορεκτικός το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόρεκτον η ορεκτική τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ορεκτός (< ορέγω)] … Dictionary of Greek
εύσιτος — εὔσιτος, ον (Α) 1. αυτός που έχει καλή όρεξη 2. αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να θρέψει εύκολα («εὔσιτον ζῷον», Φιλόστρ.) 3. αυτός που έχει καλό εφοδιασμό τροφίμων («εὔσιτοι κῶμαι», Φιλόστρ.) 4. εκείνος που διεγείρει την όρεξη, ο ορεκτικός 5.… … Dictionary of Greek
κακόρεχτος — και κακόρεκτος η, ο 1. αυτός που δεν έχει όρεξη, ανόρεχτος 2. αυτός που δεν έχει καλή διάθεση, δύσθυμος, κακόκεφος, αδιάθετος 3. αυτός που γίνεται χωρίς όρεξη, άκεφα, απρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + όρεχτος (< ὀρέγω), πρβλ. αν όρεχτος, καλ… … Dictionary of Greek
ορεξάτος — η, ο [όρεξη] 1. αυτός που έχει όρεξη για φαγητό 2. ευδιάθετος, κεφάτος … Dictionary of Greek