όομαι
1αεροπροσγειούμαι — ( όομαι) βλ. αεροπροσγειώνομαι …
2εκφορβιούμαι — ( όομαι) (για άλογα και ημιόνους) απορρίπτω το καπίστρι, ξεκαπιστρώνομαι …
3εξιλεούμαι — όομαι βλ. εξιλεώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ιλεούμαι «γίνομαι ευνοϊκός» (< ίλεως, ιων. αττ. τ. τού ίλᾱος < ρίζα ιλ τού ιλάσκομαι)] …
4επικαρπούμαι — όομαι και ἐπικαρπώνομαι 1. (νομ.) έχω ή παίρνω την επικαρπία ενός πράγματος 2. γεν. καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι, νέμομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπούμαι «φέρω καρπό, απολαμβάνω»] …
5παραγκιστρούμαι — όομαι, Α είμαι εφοδιασμένος με άγκριστρα …
6παρακνημούμαι — όομαι, Α προχωρώ επίπονα, πορεύομαι με δυσκολία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κνημός «κλιτύς όρους»] …
7παραλούμαι — όομαι ή έομαι, Α κάνω μπάνιο μαζί με άλλον, παίρνω το λουτρό μου μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λοῡμαι «λούομαι»] …
8παραλυτρούμαι — όομαι, Α 1. εξαγοράζομαι με λύτρα 2. (η μτχ. αρσ. ενεστ. ως ουσ.) Παραλυτρούμενος τίτλος κωμωδίας τού Σωτάδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λυτρῶ / λυτροῦμαι (< λύτρον)] …
9παρανδρούμαι — όομαι, Α (για παρθένο) φθάνω σε ηλικία γάμου ή μένω άγαμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀνδρῶ / ἀνδροῡμαι (< ἀνήρ, ἀνδρός)] …
10παραπηρούμαι — όομαι, Α ακρωτηριάζομαι, μένω ανάπηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + πηροῦμαι (< πηρός «ανάπηρος»)] …