όγδοος
1ὄγδοος — eighth masc nom sg …
2όγδοος — η, ο, θηλ. και όη (ΑΜ ὄγδοος, όη, ον, Α θηλ. και ὀγδοίη, Α συνηρ. τ. αρσ. ὄγδος) (τακτικό αριθμτ.) αυτός που σε μια αριθμητική σειρά έχει τον αριθμό οκτώ («όγδοο έτος») νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η ογδόη α) η όγδοη βαθμίδα στις επτάφθογγες… …
3όγδοος — η, ο 1. αυτός που στη σειρά έχει αριθμό 8. 2. το θηλ. ως ουσ., όγδοη ή οχτάβα ο διάστημα των οχτώ διαδοχικών μουσικών φθόγγων …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ὀγδόω — ὄγδοος eighth masc/neut nom/voc/acc dual ὄγδοος eighth masc/neut gen sg (doric aeolic) …
5ὀγδόων — ὄγδοος eighth fem gen pl ὄγδοος eighth masc/neut gen pl …
6ὄγδοον — ὄγδοος eighth masc acc sg ὄγδοος eighth neut nom/voc/acc sg …
7ὀγδόαις — ὄγδοος eighth fem dat pl …
8ὀγδόη — ὄγδοος eighth fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
9ὀγδόην — ὄγδοος eighth fem acc sg (attic epic ionic) …
10ὀγδόης — ὄγδοος eighth fem gen sg (attic epic ionic) …