ωτική

  • 1ὠτική — ὠτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2φορφικούλη — η, Ν ζωολ. γένος δερμόπτερων εντόμων, με γνωστότερο είδος στην Ελλάδα την ωτική φορφικούλη, κν. ψαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. forficula < λατ. forficula, υποκορ. τού forfex, icis «ψαλίδι»] …

    Dictionary of Greek

  • 3ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… …

    Dictionary of Greek