Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ως εκ τούτου

  • 1 кроме

    кроме
    предлог с род. п. ἐκτός, πλην:
    \кроме него́ я никого́ не зна́ю ἐκτός ἀπ· αὐτόν δέν γνωρίζω κανέναν ἀλλον \кроме того ἐκτός τούτου, πλην τούτου· ◊ \кроме шу́ток χωρίς ἀστεία.

    Русско-новогреческий словарь > кроме

  • 2 притом

    притом
    союз ἐπί πλεον, ταυτόχρονα, ἐκτός τούτου:
    и \притом он ничего́ не знает καί ἐπί πλέον δέν ξέρει τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > притом

  • 3 кроме

    [κρόμι] κρόθ. εκτός, πλην, εκτός τούτου, εκτός από

    Русско-греческий новый словарь > кроме

  • 4 притом

    [πριτόμ] σύνδ. επί πλέον, ταυτόχρονα, εκτός τούτου

    Русско-греческий новый словарь > притом

  • 5 кроме

    [κρόμι] κρόθ. εκτός, πλην, εκτός τούτου, εκτός από

    Русско-эллинский словарь > кроме

  • 6 притом

    [πριτόμ] σύνδ επί πλέον, ταυτόχρονα, εκτός τούτου

    Русско-эллинский словарь > притом

  • 7 более

    1. βλ. больше.
    2. πιο, περισσότερο•

    -спокойный πιο -ήσυχος•

    более смелый πιο τολμηρός.

    εκφρ.
    более или менее – περισσότερο ή λιγότερο, λίγο-πολύ•
    не более (и) не менее, как... ή ни более (и) ни менее как... – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς -έστατα•
    более того – εκτός απ’ αυτό, εκτόί τούτου•
    тем более – ακόμα περισσότερο•
    более чем – περισσότερο απ’ ότι.

    Большой русско-греческий словарь > более

  • 8 из-за

    πρόθεση.
    1. απο, πίσω από από πέρα•

    смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•

    встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•

    выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•

    из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•

    он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•

    приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.

    2. λόγω, απο, εξ αιτίας•

    разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•

    из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•

    из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•

    из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•

    из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•

    из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•

    из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•

    жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•

    из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > из-за

  • 9 кроме

    πρόθ. με γεν. εκτός, παρεκτός, πλην, εξαιρέσει, με εξαίρεση, εξαιρουμένου, έξω, εξόν•

    кроме него никого не видел εκτός απ αυτόν δεν είδα κανέναν άλλον.

    εκφρ.
    кроме того – (παρνθ. λ.) εκτός αυτού (τούτου), εκτός απ αυτό•
    кроме шуток – εξόν τ αστεία•
    кроме как... – (χωρίς πτωτική διάκριση)• εκτός στον (στην κ.τ.τ.), εκτός απο..., μόνο στον (στην κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > кроме

  • 10 намеренно

    επίρ.
    σκόπιμα, εσκεμμένα, από σκοπού• με πρόθεση, επίτηδες, επι τούτου.

    Большой русско-греческий словарь > намеренно

  • 11 нарочно

    (προφ. -ошно)
    επίρ.
    1. σκόπιμα, εσκεμμένα, από σκοπού, επιταυτού, επί τούτου.
    2. αστεία, στ αστεία, χάρη αστειότητας.
    εκφρ.
    как (будто, словно, точно) нарочно – σκόπιμα, επίτηδες, επι τούτο (πεισματικά, για κακό).

    Большой русско-греческий словарь > нарочно

  • 12 потому

    επίρ.
    γι αυτό, ένεκα τούτου.
    σύνδ. υποτακτικός•

    потому что κ. потому как γιατί, επειδή•

    не ем потому что не хочу δεν τρώγω, γιατί δε θέλω.

    Большой русско-греческий словарь > потому

  • 13 при...

    (πρόθεμα).
    I.
    Χρησιμοποιείται για το σχηματισμό ρημάτων και σημαίνει:
    1. κίνηση ως το σκοπό• περάτωση, τέρμα: прийти, прибежать, прилететь.
    2. ενέργεια ως ένα καθορισμένο αποτέλεσμα: приготовить, прикончить, приучить.
    3. πλησίαση, άγγιγμα, επαφή: приставить, притронуться.
    4. στερέωση, σύνδεση: привязать, приклеить, пришить.
    5. σφίξιμο, θλίψη• ομαλοποίηση: придавить, прижать, примять.
    6. ενέργεια που επιστρέφει στον ίδιον, προς ίδιον συμφέρον: приписать, прикупить, присчитать.
    8. ατελή ενέργεια•

    приоткрыть, прикрыть, привянуть.

    9. (απλ.) επέκταση της ενέργειας σε όλα τα αντικείμενα και ως εκ τούτου ολοκλήρωση της ενέργειας: приесть (весь хлеб), прирезать (весь скот).
    10. ενέργεια που συνοδεύει μια άλλη ενέργεια: припевать, приплясывать.
    II.
    Σχηματίζει επ. κ. ουσ. με σημασία: πλησίον, κοντά, σιμά, γύρω: прибрежье, прибрежный, приволжский.

    Большой русско-греческий словарь > при...

  • 14 причина

    θ.
    αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•

    простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•

    причина войны αιτία πολέμου•

    расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•

    смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•

    причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•

    по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•

    по той -е, что... για το λόγο ότι•

    скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•

    неосновательная причина αβάσιμη αιτία•

    по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•

    уважительная причина σοβαρός λόγος•

    без -ы αναίτια•

    по -е παλ. ένεκα τούτου.

    Большой русско-греческий словарь > причина

  • 15 рассуждение

    ουδ.
    1. σκέψη, κρίση• συλλογισμός•

    правильное рассуждение σωστή σκέψη•

    вздорное рассуждение ανόητη σκέψη.

    || πλθ. -я διατυπώσεις, κρίσεις• κουβέντες. || αντίρρηση, αντιλογία• συζήτηση•

    без -ий χωρίς αντιρρήσεις, αναντίρρητα, ασυζητητί.

    2. παλ. έργο, εργασία πνευματική.
    εκφρ.
    в рассуждение кого-чего – όσον αφορά, σχετικά προς•
    в -и сегоπαλ. ένεκα τούτου, εξ αιτίας αυτού, γι αυτό.

    Большой русско-греческий словарь > рассуждение

См. также в других словарях:

  • τούτου — οὗτος this masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αλφάβητος κατανυκτικός και ψυχωφελής περί του ματαίου κόσμου τούτου — Ποίημα 120 δεκαπεντασύλλαβων στίχων θρησκευτικού περιεχομένου. Οι στίχοι του είναι άλλοτε ομοιοκατάληκτοι και άλλοτε όχι, και διαιρούνται σε 24 πεντάστιχες στροφές με αλφαβητική ακροστιχίδα. Το ποίημα αυτό, έργο άγνωστου λογίου της μεταβυζαντινής …   Dictionary of Greek

  • ούτος — αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῡτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου) (δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος) 1. αυτός, τούτος 2. φρ. (με επιρρμ.… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • Misotheism — is the hatred of God or hatred of the gods (from the Greek adjective μισόθεος hating the gods , a compound of μῖσος hatred and θεός god ). In some varieties of polytheism, it was considered possible to inflict punishment on gods by ceasing to… …   Wikipedia

  • Cypriot Greek — This article is about the modern Greek dialect of Cyprus. For the ancient Greek dialect, see Arcadocypriot. History of the Greek language (see also: Greek alphabet) Proto Greek (c. 3000–1600 BC) …   Wikipedia

  • Codex Boreelianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 09 Beginning o …   Wikipedia

  • Dialecte chypriote — Grec chypriote Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Grec Chypriote — Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) Mycénien (vers 1600–1100 av. J. C.) Grec ancien (vers 800–300 av. J. C.) Dialectes : éolien, arcado cypriote, Ionien attique …   Wikipédia en Français

  • Grec chypriote — Cet article concerne le dialecte grec moderne à Chypre. Pour le dialecte grec ancien, voir arcado cypriote. Histoire de la langue grecque (voir aussi : alphabet grec) Proto grec (vers 2000 av. J. C.) …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»