ωριμάζουν οι

  • 51καλλίτριχο — (Callitriche). Γένος φυτών της οικογένειας των καλλιτριχιδών. Περιλαμβάνει πολυετείς υδρόβιες πόες με άνθη μικρά, χωρίς κάλυκα και στεφάνη. Ο καρπός τους είναι κάψα, που περιλαμβάνει τέσσερα μονόσπερμα καρύδια, τα οποία όταν ωριμάζουν… …

    Dictionary of Greek

  • 52κουφοξυλιά ή αφροξυλιά — Θάμνος ή δενδρύλλιο της οικογένειας των καπριφολιιδών (δικοτυλήδονα), κοινός στη βορειοηπειρωτική Ελλάδα και στα Επτάνησα, μέσα σε δροσερούς δασότοπους, σε φράχτες, σε ρυάκια κλπ. Η επιστημονική ονομασία του είναι Sambucus nigra. Είναι φυλλοβόλο… …

    Dictionary of Greek

  • 53μουσμουλιά ή μεσπουλιά — Κοινή ονομασία δύο οπωροφόρων δέντρων διαφορετικού γένους: της εριοβότρυος της ιαπωνικής και της μεσπιλέας της γερμανικής, αλλά της ίδιας οικογένειας, των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πιο διαδεδομένη και πιο γνωστή στην Ελλάδα είναι η πρώτη. Κατάγεται …

    Dictionary of Greek

  • 54νελούμβιο — Πολυετές υδρόβιο φυτό της οικογένειας των Νυμφαιιδών (δικοτυλήδονα)·. Η επιστημονική του ονομασία είναι νελούμβιο το κομψό. Έχει ριζωματώδη, σαρκώδη βλαστό, που έρπει στον πυθμένα των λιμνών και δίνει μακρόμισχα, ασπιδοειδή, κυκλικά φύλλα, που… …

    Dictionary of Greek

  • 55Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …

    Dictionary of Greek

  • 56πηκτίνες — Οργανικές ουσίες της ομάδας των πολυσακχαριτών, οι οποίες βρίσκονται στα κυτταρικά τοιχώματα και στους μεσοκυτταρικούς χώρους πολλών φυτικών ιστών, κυρίως των σπόρων, των ριζωμάτων και των καρπών. Οι π. αποτελούνται από γραμμικά μακρομόρια μέσου… …

    Dictionary of Greek

  • 57Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …

    Dictionary of Greek

  • 58φανερόγαμα — Ομάδα που περιλαμβάνει τα πιο εξελιγμένα φυτά, τα λεγόμενα «ανώτερα φυτά». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο, σε αντιδιαστολή με τον όρο κρυπτόγαμα, που χαρακτηρίζει μια δεύτερη μεγάλη ομάδα φυτών· στις δύο αυτές ομάδες… …

    Dictionary of Greek

  • 59αγουστέλα — αγουστέλα, η και αγουστέλι, το είδος σύκου και είδος αχλαδιού που ωριμάζουν τον Αύγουστο …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • 60καιρός — ο 1. ο κατάλληλος χρόνος: Τώρα είναι καιρός για φευγάλα. 2. η κατάλληλη εποχή, ο χρόνος που ωριμάζουν τα προϊόντα: Τα αχλάδια είναι στον καιρό τους. 3. χρονική περίοδος, κατά την οποία συμβαίνει ή συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός. 4. μετεωρολογικό …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)