ωριμάζουν οι

  • 41συκολόγος — Ορεινός οικισμός (371 κάτ., υψόμ. 560 μ.), στην επαρχία Βιάννου, του νομού Ηρακλείου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (14 τ. χλμ., 500 κάτ.), στην οποία ανήκουν άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, η Τέρτσα (122 κάτ., υψόμ. 20 μ.) και η Άνω Βίγλα (7 …

    Dictionary of Greek

  • 42τσάι — (θέα η σινική και θέα η ασαμική). Αειθαλή δενδρύλλια της οικογένειας των θεϊδών (δικοτυλήδονα), αυτοφυή στο Θιβέτ και στο Aσάμ· καλλιεργείται για τα φύλλα του, που είναι πλούσια σε αρωματικές ουσίες, στο μεγαλύτερο μέρος των τροπικών και… …

    Dictionary of Greek

  • 43υπερωογένεση — η, Ν βιολ. ανώμαλη αύξηση τού αριθμού τών ωαρίων που ωριμάζουν ταυτόχρονα στο θηλυκό άτομο, αλλ. υπερωοτοκία ή υπερωορρηξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + ωόν «αβγό» + γένεση. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. superovulation] …

    Dictionary of Greek

  • 44ωμοτόκος — ον, Α 1. αυτός που γεννά πρόωρα, που αποβάλλει 2. (για τις ωδίνες) αυτός που συνοδεύει πρόωρο τοκετό («θῆρες ἐν οὔρεσι πολλάκι σεῑο ὠμοτόκους ὠδῑνας ἀπηρείσαντο λέαιναι», Καλλ.) 3. μτφ. (για αμπέλι) αυτός τού οποίου τα σταφύλια δεν ωριμάζουν… …

    Dictionary of Greek

  • 45αγριοβελανιδιά — Κοινή ονομασία του δέντρου κήρρις. Το ύψος του φτάνει έως 40 μ. Έχει φύλλωμα στενό, κωνικό και φύλλα με μίσχο. Οι καρποί του, με μικρό μίσχο, ωριμάζουν το δεύτερο έτος. Το είδος αυτό είναι κοινό στην ελληνική χλωρίδα σε δάση χαμηλού υψόμετρου …

    Dictionary of Greek

  • 46Αϊνστάιν, Άλμπερτ — (Albert Einstein,Ουλμ Γερμανίας 1879 – Πρίνστον ΗΠΑ 1955). Γερμανός θεωρητικός φυσικός, εβραϊκής καταγωγής. Θεμελιωτής της θεωρίας της σχετικότητας, με την οποία είναι συνδεδεμένη η τεράστια φήμη που περιβάλλει το όνομά του. Γιος μικροβιομηχάνου …

    Dictionary of Greek

  • 47βίγκα — (vinga). Φυτό γνωστό επιστημονικά ως β. η ελάχιστη και σε πολλά μέρη της Ελλάδας ως αγριολίδα. Ανήκει στην οικογένεια των αποκυνιδών. Η β. είναι πολυετής, αειθαλής πόα που έρπει με ανθοφόρους βλαστούς όρθιους, φύλλα ωοειδή, γυαλιστερά, ακέραια,… …

    Dictionary of Greek

  • 48Β-λεμφοκύτταρα — Στη βιολογία, έτσι ονομάζονται τα λεμφοκύτταρα που δεν έχουν περάσει από τον θύμο αδένα κατά τη διαδρομή τους προς τους ιστούς. Οφείλουν την ονομασία τους στο λεμφοειδές όργανο που απαντάται στα κοτόπουλα, την αποκαλούμενη βούρτσα του Φαμπρικίου …

    Dictionary of Greek

  • 49γεωκαρπία — Το φαινόμενο κατά το οποίο ορισμένα φυτά, τα οποία ονομάζονται γεωκαρπικά, ωριμάζουν τους καρπούς τους κάτω από την επιφάνεια του εδάφους. Χαρακτηριστικό φυτό αυτής της κατηγορίας είναι η αραχίδα, το γνωστό μας αράπικο φιστίκι. Στα γεωκαρπικά… …

    Dictionary of Greek

  • 50Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …

    Dictionary of Greek