ωριμάζουν οι

  • 31ομογαμία — η 1. βιολ. τάση για σύζευξη μεταξύ παρόμοιων μορφών 2. βοτ. κατάσταση κατά την οποία τα αρσενικά και θηλυκά τμήματα ενός άνθους ωριμάζουν ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homogamy < ομ(ο) * + γαμία (< γαμος < γάμος)] …

    Dictionary of Greek

  • 32οξιά — Δέντρο της οικογένειας των φηγιδών (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική ονομασία της είναι φηγός η δασική. Υπερβαίνει συχνά τα 30 μ. σε ύψος και σχηματίζει θαυμάσια δάση στις πλαγιές των βουνών στο μεγαλύτερο μέρος της εύκρατης ζώνης. Στην Ελλάδα… …

    Dictionary of Greek

  • 33οστρυά — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 34οστρύα — (οστρύα η καρπινόφυλλος). Φυτό της οικογένειας των βετουλιδών (δικοτυλήδονα). Μέτριο δέντρο, που μοιάζει με τον γαύρο (κάρπινος ο βετουλοειδής) και αυτοφύεται σε δάση του ορεινού υψόμετρου όλης της Ελλάδας· προτιμάει τα ασβεστούχα εδάφη. Τα… …

    Dictionary of Greek

  • 35περκασμός — ὁ, Α [περκάζω] το μαύρισμα τών σταφυλιών που ωριμάζουν …

    Dictionary of Greek

  • 36προτέρανδρος — ο, Ν βοτ. ερμαφρόδιτο άνθος που οι στήμονές του ωριμάζουν πριν από τους σπερματικούς του βλαστούς, αλλ. πρώτανδρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterandrous < πρότερος + ανδρος (< ἀνήρ, ἀνδρός)] …

    Dictionary of Greek

  • 37προτερόγυνος — η, ο, Ν βοτ. (για ερμαφρόδιτα άνθη) αυτός που τα θηλυκά όργανα του ωριμάζουν πριν από τα αρσενικά και αποκλείουν την αυτεπικονίαση επιφέροντας, έτσι, αναγκαστική ετερογονιμοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proterogynous < πρότερος + …

    Dictionary of Greek

  • 38πρόδρομος — Oνομασία 11 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ.), στην πρώην επαρχία Αλμωπίας, του νομού Πέλλας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νερομύλων. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ.), στην πρώην επαρχία Θήβας, του νομού Βοιωτίας. Είναι έδρα… …

    Dictionary of Greek

  • 39σουρβιά — Κοινό όνομα με το οποίο είναι γνωστό κυρίως το φυτό σόρβος ο ήμερος, αλλά και μερικά ακόμα είδη του γένους σόρβος, που υπάγεται στην οικογένεια των Ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πρόκαται για δεντρύλλια ή μεγάλους θάμνους, που παράγουν κανονικά άνθη με… …

    Dictionary of Greek

  • 40σταφίδα — Ο αποξηραμένος μαύρος καρπός της σταφιδαμπέλου, αλλά και η ίδια η σταφιδάμπελος, όπως επίσης και το κτήμα που φέρει φυτεία σταφιδαμπέλου. Ασταφίς και σταφίς ήταν όροι με τους οποίους οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν κάθε αποξηραμένη σταφυλή. Η… …

    Dictionary of Greek