ψῡχικός
1ψυχικός — ή, ό / ψυχικός, ή, όν, ΝΜΑ [ψυχή] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή (α. «ψυχικό σθένος» β. «ψυχικὴ δύναμις», Πλούτ.) νεοελλ. φρ. α) «ψυχική οδύνη» (νομ.) είδος αποζημιωτέας ηθικής βλάβης, που επιφέρει ο ψυχικός πόνος από τη θανάτωση ενός… …
2ψυχικός — ψῡχικός , ψυχικός of the soul masc nom sg …
3ψυχικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή: Η ηρεμία του τοπίου τού χάρισε την ψυχική του γαλήνη. 2. το ουδ.ως ουσ., ψυχικό σημαίνει ευεργεσία, καλό …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ψυχικά — ψῡχικά , ψυχικός of the soul neut nom/voc/acc pl ψῡχικά̱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc/acc dual ψῡχικά̱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5άλγος — ( ους), το (Α ἄλγος) 1. σωματικός πόνος, οδύνη 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη αρχ. (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἄλγεα ταλαιπωρίες, παθήματα, συμφορές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συνήθως συνδέεται ετυμολογικά με το ρ. ἀλέγω*… …
6ψυχικωτέρα — ψῡχικωτέρᾱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc/acc comp dual ψῡχικωτέρᾱ , ψυχικός of the soul fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) …
7ψυχικῶν — ψῡχικῶν , ψυχικός of the soul fem gen pl ψῡχικῶν , ψυχικός of the soul masc/neut gen pl …
8ψυχικόν — ψῡχικόν , ψυχικός of the soul masc acc sg ψῡχικόν , ψυχικός of the soul neut nom/voc/acc sg …
9Psychic — Storefront psychic fortuneteller in Boston A psychic (  / …
10ПСИХИКА — (от греч. psychikos душевный) специфический способ функционирования души. Традиционно психическая реальность противопоставляется, с одной стороны, физиологии организма, понимаемой биохимически, с др. понятию «душа», воспринимаемому как… …