ψῑλάγνᾰφος
1ψιλάγναφος — ὁ, Α πιθ. καθαριστής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλαί (περσικαί) «περσικοί τάπητες» + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα», κατ επίδραση τού κνάφος), πρβλ. πρωτό γναφος] …
1ψιλάγναφος — ὁ, Α πιθ. καθαριστής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλαί (περσικαί) «περσικοί τάπητες» + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα», κατ επίδραση τού κνάφος), πρβλ. πρωτό γναφος] …