ψῆττα
1ψῆττα — flat fish fem nom/voc sg …
2ψήττα — η / ψῆττα, ΝΑ, και ψῆσσα Α γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, πλευρονηκτοειδών ιχθύων, γνωστό σήμερα και με την κοινή ονομασία καλκάνι αρχ. (με υβριστική ή ειρων. σημ.) ανόητος, ηλίθιος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψῆττα (< *ψήχ …
3ψήττα — ψή̱ττᾱ , ψῆττα flat fish fem nom/voc/acc dual …
4ψῆτται — ψῆττα flat fish fem nom/voc pl …
5ψῆτταν — ψῆττα flat fish fem acc sg …
6ψησία — Α (αμφβλ. τ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «ψῆττα». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ψῆσσα / ψήττα*] …
7ψηττάριον — και ψηττάδιον, τὸ, Α υποκορ. τ. τού ψῆττα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + υποκορ, κατάλ. άριον / άδιον (πρβλ. παιδ άριον)] …
8ψηττοειδής — ές, Α όμοιος με ψήττα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + ειδής*] …
9ψηττόποδες — οἱ, Α (ως ονομασία ενός φανταστικού λαού) αυτοί που τα πόδια τους είναι σαν ψήττα, πλατύποδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆττα «είδος ψαριού» + ποῦς, ποδός] …
10ψήττας — ψή̱ττᾱς , ψῆττα flat fish fem acc pl ψή̱ττᾱς , ψῆττα flat fish fem gen sg (doric aeolic) …
- 1
- 2