ψήφισμα
1ψήφισμα — proposal passed by a majority of votes neut nom/voc/acc sg …
2ψήφισμα — το, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ψάπιγμα και ψάφιγμα Α 1. απόφαση που λαμβάνεται με ψηφοφορία 2. (ειδικά στην αρχ. Αθήνα) απόφαση για οποιοδήποτε θέμα η οποία λαμβανόταν με ψηφοφορία από την βουλή ή από την εκκλησία τού δήμου («δήμου δὲδοκται παντελῆ… …
3ψήφισμα — το, ατος 1. το αποτέλεσμα του ψηφίζω, απόφαση που παίρνεται με την ψήφο της πλειονότητας. 2. ψήφιση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4Псефизма — (ψηφισμα) в древней Греции постановление народа (έκκλησία) или совета (βουλή), отличавшееся от закона (νόμος) тем, что последний был обязателен во всех подобных случаях и для всех граждан, П. же имела значение лишь в единичных случаях и по… …
5ψήφισμ' — ψήφισμα , ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut nom/voc/acc sg …
6ПСЕФИСМА — • Ψήφισμα, см. Έκκλησία, Экклесия, 5, 6 …
7ψηφισμάτων — ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut gen pl …
8ψηφίσμασι — ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut dat pl …
9ψηφίσμασιν — ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut dat pl …
10ψηφίσματα — ψήφισμα proposal passed by a majority of votes neut nom/voc/acc pl …