ψύλλιον
1ψυλλίοις — ψυλλίον flea wort neut dat pl …
2ψυλλίου — ψυλλίον flea wort neut gen sg …
3ψυλλίῳ — ψυλλίον flea wort neut dat sg …
4ψύλλιο — και ψυλλίο(ν), το / ψύλλιον και ψυλλίον, ΝΑ, και ψύλλειον Α [φύλλα] είδος φυτού που σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία ψυλλόχορτο …
5κατάφυση — η (Α κατάφυσις) [καταφύομαι] ανατ. η πρόσφυση τού άκρου ενός μυός στο κινούμενο από αυτόν μέρος τού σώματος αρχ. το φυτό ψύλλιον …
6κρυστάλλι — το (Α κρυστάλλιον) κρύσταλλο νεοελλ. κρυστάλλινο αγγείο μσν. πάγος αρχ. το φυτό ψύλλιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυστάλλιον < κρύσταλλος] …
7σικελιωτικός — ή, ό / σικελιωτικός, ή, όν, ΝΑ, και σικελιώτικος, η, ο, Ν [Σικελιώτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σικελιώτες αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ σικελιωτικόν το φυτό ψύλλιον*. κν. γνωστό σήμερα ως αρνόγλωσσο …
8ψύλλειον — τὸ, Α βλ. ψύλλιον …
9ψύλλερις — έριδος και ψυλλερίς, ίδος, ἡ Α είδος φυτού, το ψύλλιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλα κατά το ἡμερίς «ήμερο αμπέλι»] …
10ψύλλιος — ὁ, ἡ, Α [ψύλλα] το φυτό ψύλλιον …
- 1
- 2