ψόφος
1ψόφος — noise masc nom sg …
2ψόφος — (I) ο, ΝΜΑ αμβλύς, υπόκωφος ήχος νεοελλ. φρ. «μυϊκός ψόφος» φυσιολ. ακροαστικό φαινόμενο, αισθητό επάνω από έναν μυ που παρουσιάζει τετανική συστολή αρχ. 1. ισχυρός θόρυβος, κρότος, πάταγος 2. ήχος μουσικού οργάνου 3. άναρθρος ήχος ζώου 4.… …
3ψόφος — ο 1. θάνατος ζώων: Έχει πέσει μεγάλος ψόφος στα πρόβατά του. 2. φρ., «Kακόν ψόφο να χεις», αποτελεί κατάρα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ψόφοι — ψόφος noise masc nom/voc pl …
5ψόφοις — ψόφος noise masc dat pl …
6ψόφοισι — ψόφος noise masc dat pl (epic ionic aeolic) …
7ψόφον — ψόφος noise masc acc sg …
8ψόφου — ψόφος noise masc gen sg …
9ψόφους — ψόφος noise masc acc pl …
10ψόφων — ψόφος noise masc gen pl …