ψωραλέος
1ψωραλέος — itchy masc nom sg …
2ψωραλέος — α, ο / ψωραλέος, α, ον, ΝΜΑ αυτός που πάσχει από ψώρα, ψωριάρης (α. «ένας ψωραλέος σκύλος» β. «ζῷα μικρὰ καὶ ψωραλέα», Ξεν.) νεοελλ. 1. μτφ. πάμπτωχος, άθλιος, δυστυχής 2. το θηλ. ως ουσ. βλ. ψωραλέα αρχ. (για ασθένεια) αυτός που εμφανίζεται με… …
3ψωραλέος — α, ο 1. αυτός που πάσχει από ψώρα, ο ψωριάρης. 2. δυστυχής, πολύ φτωχός, αξιολύπητος. 3. το θηλ. ως ουσ., ψωραλέα είδος φυτού …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ψωραλέα — ψωραλέος itchy neut nom/voc/acc pl ψωραλέᾱ , ψωραλέος itchy fem nom/voc/acc dual ψωραλέᾱ , ψωραλέος itchy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
5ψωραλέον — ψωραλέος itchy masc acc sg ψωραλέος itchy neut nom/voc/acc sg …
6ψωραλέων — ψωραλέος itchy masc/neut gen pl …
7ψωραλέας — ψωραλέᾱς , ψωραλέος itchy fem acc pl ψωραλέᾱς , ψωραλέος itchy fem gen sg (attic doric aeolic) …
8-αλέος — Γλωσσ. κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας, που απαντά στα ομηρικά κείμενα και ιδιαίτερα στους μεταγενέστερους επικούς ποιητές. Στην αρχαία Ελληνική μαρτυρούνται συνολικά 112 περίπου επίθετα σε αλέος. Η κατάληξη δεν μαρτυρείται στην αττική διάλεκτο, η… …
9ξύσιλος — ξύσιλος, ον (ΑΜ) 1. ξυρισμένος, λείος 2. (κατ αλλ. ερμ.) αυτός που ξύνεται διαρκώς σαν τον ψωριάρη. ο ψωραλέος, ο λεπρός 3. συνεκδ. ο γέρος, ο ρυτιδωμένος («τὶ μὰν ξύσιλος, τὶ γὰρ σῡφαρ ἀντ ἀνδρός», Σώφρ). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. από το θ. ξυστού …
10ψωράριος — ία, ον, ΜΑ ψωραλέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. άριος (πρβλ. ἀποθηκ άριος)] …
- 1
- 2