Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ψωμί

  • 1 ψωμί

    [псоми] ουσ. о. хлеб.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ψωμί

  • 2 хлеб

    хлеб
    м
    1. (печеный) τό ψωμί, ὁ ἄρτος:
    белый (пшеничный) \хлеб τό ἄσπρο ψωμί· черный (ржаной) \хлеб τό μαῦρο ψωμί· черствый \хлеб τό μπαγιάτικο ψωμί· каравай \хлеба τό καρβέλι· ломо́ть \хлеба ἕνα κομμάτι ψωμί·
    2. (зерно и растение) τό σιτάρι, ὁ σίτος/ τά σιτηρά (хлеба):
    ссыпать \хлеб в амбары ἀποθηκεύω τό σιτάρι· озимые \хлеба τά πρώιμα (или τά φθινοπωριάτικα) σιτηρά· яровые \хлеба τά ἀνοιξιάτικα σιτηρά·
    3. (пропитание; средства к существованию) разг τό ψωμί, ὁ ἄρτος:
    зарабатывать себе на \хлеб βγάζω τό ψωμί μου· лишать кого́-л. куска \хлеба στερώ τό ψωμί κάποιου· ◊ \хлеб да соль! καλή δρεξη!· \хлеб насущи́ый ὁ ἐπιούσιος ἄρτος· отбивать \хлеб у кого́-л. παίρνω τό ψωμί κάποιου· жить на чужих \хлеба́х μέ ταΐζουν ἄλλοι· перебиваться с \хлеба на квас τρώγω ψωμί καί σουγιά.

    Русско-новогреческий словарь > хлеб

  • 3 хлеб

    -а, πλθ. хлебы κ. хлеба α.
    1. ψωμί•

    пшеничный хлеб σιταρίσιο ψωμί•

    белый хлеб άσπρο ψωμί•

    чрный хлеб μαύρο ψωμί•

    ржаной хлеб βρίζινο ψωμί•

    кусок -а κομμάτι ψωμιού•

    ломоть -а η φέτα ψωμιού•

    чрстый хлеб μπαγιάτικο ψωμί•

    пеклеванный хлеб μαύρο βρίζινο ψωμί•

    домашний -σπιτίσιο ψωμί.

    2. το σιτάρι. || πλθ. -а τα σιτηρά, τα δημητριακά• τα γεννήματα. || τα αγρωστοειδή, -ώδη, τα σιτοειδή, -ώδη.
    3. πλθ. хлеба τροφή• διατροφή.,
    4. μτφ. μέσα ύπαρξης, συντήρησης•

    добывать хлеб βγάζω το ψωμί•

    отбивать хлеб у кого κόβω στερώ (στερώ) το ψωμί κάποιου•

    лёгкий хлеб εύκολη απόκτηση ψωμιού (των μέσων συντήρησης).

    εκφρ.
    насущный хлеб – α) ο επιούσιος άρτος, β) το πιο βασικό για την ύπαρξη• —соль; хлеб да соль; хлеб и соль καλή όρεξη (ευχή)• —соль α) τρατάρισμα, προσφορά, κέρασμα, β) φροντίδα, μέριμνα• κηδεμονία;•
    водить —соль с кем – πιάνω φιλία, σχέσεις με κάποιον•
    жить на -ах у кого – α) ζω οικότροφος σε κάποιον, β) παρασιτώ σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > хлеб

  • 4 хлеб

    хлеб м 1) (печёный) το ψωμί; чёрный (белый) \хлеб το μαύρο (άσπρο) ψωμί; кусок -а μια φέτα ψωμί 2) (зерно ) τα σιτηρά
    * * *
    м
    1) ( печёный) το ψωμί

    чёрный (бе́лый) хлеб — το μαύρο (άσπρο) ψωμί

    кусо́к хлеба — μια φέτα ψωμί

    2) ( зерно) τα σιτηρά

    Русско-греческий словарь > хлеб

  • 5 белый

    белый άσπρος, λευκός; \белый хлеб το άσπρο ψωμί
    * * *
    άσπρος, λευκός

    бе́лый хлеб — το άσπρο ψωμί

    Русско-греческий словарь > белый

  • 6 кусочек

    кусочек м το κομματάκι· η φέτα (ломтик)' \кусочек хлеба μια φέτα ψωμί
    * * *
    м
    το κομματάκι; η φέτα ( ломтик)

    кусо́чек хле́ба — μια φέτα ψωμί

    Русско-греческий словарь > кусочек

  • 7 мягкий

    мягкий μαλακός, τρυφερός' απαλός (нежный)' \мягкийое кресло η πολυθρόνα ◇ \мягкийая вода το μαλακό νερό' \мягкий хлеб το φρέσκο ψωμί
    * * *
    μαλακός, τρυφερός; απαλός ( нежный)

    мя́гкое кре́сло — η πολυθρόνα

    ••

    мя́гкая вода́ — το μαλακό νερό

    мя́гкий хлеб — το φρέσκο ψωμί

    Русско-греческий словарь > мягкий

  • 8 кусок

    кус||ок
    м в разн. знач. τό κομμάτι / ἡ φέτα (отрезанный ножом):
    \кусок хлеба ἕνα κομμάτι (или μιά φέτα) ψωμί· два \кусокка дыни δυό φέτες πεπόνι· \кусок мыла Ενα κομμάτι σαπούνι· \кусок земли ἕνα κομμάτι γῆς· \кусок мяса ἕνα κομμάτι κρέας· разбить на \кусокки́ κομματιάζω· ◊ зарабатывать свой \кусок хлеба κερδίζω τόν ἐπιούσιον ἄρτον, βγάζω τό ψωμί μου· лакомый \кусок ὁ καλός μεζές, τό καλό κομμάτι· \кусок мне в горло не идет δέν μπορώ νά βάλω στό στόμα μου τίποτε.

    Русско-новогреческий словарь > кусок

  • 9 невыпеченный

    невыпеченный
    прил ὠμός, ἀψητος, κακοψημένος:
    \невыпеченный хлеб τό ἄψητο ψωμί, τό κακοψημένο ψωμί.

    Русско-новогреческий словарь > невыпеченный

  • 10 изжить

    -живу, -жившь, παρλθ. χρ. изжил
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изжитый, βρ: -жит, -а, -о
    κ. изжитой, βρ: -жит, -а
    -ο; ρ.σ.μ.
    1. εξαλείφω, ξεριζώνω•

    изжить недостатки εξαλείφω τις αδυναμίες.

    2. τρώγω το ψωμίμου, πλησιάζω προς το τέλος•

    он -жил свою жизнь, свой век αυτός τό φάγε το ψωμί του (πλησιάζει προς το θάνατο).

    || υποφέρω, περνώ, τραβώ, δοκιμάζω, γεύομαι•

    изжить горе περνώ φαρμάκια•

    изжить печали περνώ θλίψη.

    εκφρ.
    он -ил себя – τό φάγε το ψωμί του, γέρασε, έγινε άχρηστος.
    ξοδεύω, δαπανώ (για δυνάμεις, μέσα κλπ,).

    Большой русско-греческий словарь > изжить

  • 11 намазать

    -ажу, -ажешь
    ρ.σ.μ.
    1. αλείφω•

    -хлеб маслом αλείφω το ψωμί με βούτυρο•

    намазать масло на хлеб αλείφω το ψωμί με βούτυρο.

    || βάφω•

    намазать губы, щёки βάφω τα χείλη, τα μαγουλά.

    2. λερώνω, λεκιάζω.
    3. κακογράφω, κακοφτιάχνω.
    αλείφομαι.

    Большой русско-греческий словарь > намазать

  • 12 отщипать

    -шлю, -йплешь κ. -аю, -йешь
    ρ.σ.μ.
    τσιμπώ, κόβω μικρούτσικο κομματάκι•

    -мякиша от хлеба τσιμπώ ψίχα από το ψωμί•

    -кусочек хлеба τσιμπώ ένα κομματάκι από το ψωμί.

    Большой русско-греческий словарь > отщипать

  • 13 сработаться

    -ается
    ρ.σ.
    φθείρομαι, αχρηστεύομαι (από την μακρόχρονη εργασία), τρώγω το ψωμί μου•

    мотор -лся το μοτέρ τό φάγε το ψωμί του.

    -аюсь, -аешься
    ρ.σ. συμφωνώ, τα ταιριάζω στη δουλειά•

    ты с ним не -ешься εσύ μ αυτόν δε θα τα ταιριάξεις στη δου-λε ιά.

    Большой русско-греческий словарь > сработаться

  • 14 хлебный

    επ.
    1. των σιτηρών, των σιτωδών, των δημητριακών•

    -ые запасы προμήθειες σιτηρών•

    -ые всходы οι φύτρες των σιτωδών.

    2. σιταρίσιος•

    -ые сухари σιταρίσιες φρυγανιές.

    3. τ°υ ψωμιού, του άρτου•

    хлебный магазин αρτοπωλείο, ψωμάδικο•

    -ые карточки δελτία ψωμιού.

    || για ψωμί•

    -ая печь φούρνος για ψωμί•

    -ые дрожжи μαγιά ψωμιού•

    хлебный нож ψωμομά-χαιρο.

    4. εύφορος, καρπερός, προκομμένος• σιτοπαραγωγικός σιτοφόρος•

    хлебный год χρόνος μεγάλης σοδειάς δημητριακών προκομμένη σιτο-παραγωγική χρονιά.

    5. μτφ. επικερδής, αποδοτικός, προσοδοφόρος.
    εκφρ.
    - ое дерево – αρ-τόκαρπος ή αρτόδεντρο.

    Большой русско-греческий словарь > хлебный

  • 15 хлеб

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > хлеб

  • 16 белый

    бел||ый
    1. прил ἀσπρος, λευκός.:
    \белый хлеб τό ἄσπρο ψωμί; ◊ \белыйые стихи (οί) ἀνομοιοκατάληκτοι στίχοι; \белый гриб τό ἄσπρο μανιτάρι, τό ἄσπρο φαγώσιμο; \белыйа я горячка τό τρομωδες παράλήρημα; средь \белыйа дия разг μέρα μεσημέρι; \белый у́голь ὁ λευκός ἄνθραξ;
    2. м (белогвардеец) ὁ λευκός, ὁ λευκοφρουρός.

    Русско-новогреческий словарь > белый

  • 17 буханка

    буханка
    ж τό καρβέλι:
    \буханка хлеба ἕνα καρβέλι ψωμί.

    Русско-новогреческий словарь > буханка

  • 18 домашний

    домашн||ий
    1. прил οἰκιακός, σπιτικός, σπιτίσιος:
    \домашнийее хозяйство τό νοικοκυριό· \домашний телефон τηλέφωνο τοῦ σπιτιού· \домашний адрес ἡ διεύθυνση τοῦ σπιτιού· \домашнийяя хозяйка ἡ νοικοκυρά, ἡ οίκοκυρά· \домашнийяя работница ἡ ὑπηρέτρια· \домашнийие ту́фли οἱ παντόφλες, οἱ παντούφλες· \домашний костюм τό ρούχο τοῦ σπιτιοῦ· \домашний арест ὁ περιορισμός· в \домашнийей обстановке στό περιβάλλον τοῦ σπιτιού· одетый по-\домашнийему μέ τά ρούχα τοῦ σπιτιοῦ·
    2. прил (прирученный, не дикий) κατοικίδιος, οἰκιακός:
    \домашнийее животное τό οἰκιακό ζῶο· \домашнийяя птица τά πουλερικά·
    3. прил (приготовленный дома, не покупной) σπιτίσιος / οίκότευκτος (самодельный):
    \домашнийие обеды τά σπιτίσια φαγητά· \домашний хлеб τό σπιτίσιο ψωμἴ
    4. \домашнийие мн. (семья) οἱ δικοί μου, ἡ οἰκογένεια, ἡ φαμελιά μου.

    Русско-новогреческий словарь > домашний

  • 19 залежавшийся

    залежавшийся, залежалый
    прил πα-ληός, μπαγιάτικος:
    \залежавшийся хлеб μπαγιάτικο ψωμί· \залежавшийся товар ἐμπόρευμα πού ἔμεινε ἀπούλητο, ἐμπόρευμα πού ἔμεινε στό ράφι.

    Русско-новогреческий словарь > залежавшийся

  • 20 залежалый

    залежавшийся, залежалый
    прил πα-ληός, μπαγιάτικος:
    \залежалый хлеб μπαγιάτικο ψωμί· \залежалый товар ἐμπόρευμα πού ἔμεινε ἀπούλητο, ἐμπόρευμα πού ἔμεινε στό ράφι.

    Русско-новогреческий словарь > залежалый

См. также в других словарях:

  • ψωμί — το / ψωμίον, ΝΜΑ, και ψωμίν Μ ζύμη από αλεύρι, νερό και αλάτι, που ψήνεται στον φούρνο και αποτελεί την κυριότερη τροφή τού ανθρώπου, άρτος (α. «τρώει σκέτο ψωμί» β. «καὶ ἐμβάξας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδα Σίμωνος Ἰσκαριώτη», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ… …   Dictionary of Greek

  • ψωμί — το ιού 1. ο άρτος. 2. το φαγητό: Έφαγε ψωμί κι έφυγε. 3. φρ., «Bγάζει το ψωμί του», κερδίζει τα αναγκαία για τη συντήρησή του. 4. φρ., «Λίγα είναι τα ψωμιά του», δε θα ζήσει για πολύ ακόμη. 5. η παροιμία «Ψωμί δεν έχουμε, ραπανάκια για την όρεξη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ψωμί — ψωμίς morsel fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άρτος — ο (AM ἄρτος) 1. το ψωμί 2. φρ. α) «ο επιούσιος άρτος» οι καθημερινές ανάγκες διατροφής β) μτφ. «Ο Άρτος της ζωής» ο Χριστός μσν. νεοελλ. 1. ο άρτος της Θείας Ευχαριστίας 2. ο άρτος που χρησιμοποιείται στην αρτοκλασία* 3. το κομμάτι του άρτου που… …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • ψωμάκι — το υποκορ. του ψωμί 1. μικρό ψωμί. 2. ψωμί. 3. ο πληθ. ψωμάκια είναι ένα είδος παιχνιδιού. 4. φρ., «Θα πει το ψωμί ψωμάκι», θα στερηθεί και το ψωμί ακόμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • για — (I) (πρόθ., σύνδ.). Ι. (ως πρόθ. και με έκθλιψη γι ) εκφράζει: 1. αναγκαστικό αίτιο(«τσακώνονται για το παραμικρό») 2. τελικό αίτιο, σκοπό («τόν σκότωσε για την τιμή της») 3. κίνηση σε τόπο («φεύγω για το σπίτι») 4. ικανότητα, αρμοδιότητα,… …   Dictionary of Greek

  • ψωμάκι — το, Ν [ψωμί] υποκορ. 1. μικρό ψωμί 2. (χωρίς υποκορ. σημ.) άρτος, ψωμί 3. ο καρπός τής μολόχας 4. στον πληθ. τα ψωμάκια α) (συν. σχετικά με γυναίκα) υπερτροφικοί γοφοί β) είδος παιχνιδιού κατά το οποίο πλατιές πέτρες ρίχνονται οριζόντια στην… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Pain amer — Données clés Titre original Πικρό ψωμί (Pikro psomi) Réalisation Grigóris Grigoríou Scénario Inda Christinaki Grigóris Grigoríou Sociétés de production …   Wikipédia en Français

  • άζυμος — Ο χωρίς ζύμη, προζύμι ή ζύμωση. Στον πληθυντικό του ουδετέρου, άζυμα, νοούνται τα ψωμιά χωρίς προζύμι, όπως η λαγάνα. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν οι Εβραίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν ξαφνικά την Αίγυπτο, τη νύχτα της 14ης προς τη 15η του… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»