ψωμί

  • 31βέκος — και βεκός, ο (Α) ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρήθηκε από τον Ηρόδοτο φρυγική, ενώ από άλλους κυπριακή. Μαρτυρείται πράγματι λ. bekos σε φρυγικές επιγραφές που αν σήμαινε «ψωμί» μπορεί να είχε εισαχθεί στην Έφεσο, Κύπρο κ.α. Εξάλλου σύμφωνα με τη… …

    Dictionary of Greek

  • 32βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 …

    Dictionary of Greek

  • 33ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… …

    Dictionary of Greek

  • 34εφτάζυμος — η, ο 1. (για άρτο) αυτός που έχει παρασκευαστεί χωρίς προζύμι αλλά με ειδική ζύμη από ρεβίθια 2. το ουδ. ως ουσ. το εφτάζυμο (ενν. ψωμί) το ψωμί που παρασκευάστηκε με ειδική ζύμη από ρεβίθια αντί με προζύμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μτγν. σύνθ. αυτό… …

    Dictionary of Greek

  • 35ζυμάρι — το (Μ ζυμάριον) μίγμα από αλεύρι και υγρό το οποίο περιλαμβάνει και άλλα συστατικά, όπως μαγιά, λίπος αρτοποιίας, ζάχαρη, αλάτι, αβγά και διάφορες αρωματικές ουσίες, και χρησιμοποιείται για την παρασκευή προϊόντων αρτοποιίας νεοελλ. 1. κάθε… …

    Dictionary of Greek

  • 36ιουδαϊσμός — Όρος που αποδίδεται στη θρησκεία και στους θεσμούς του εβραϊκού λαού από την εποχή της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας. Στη διάρκειά της αναπτύχθηκε μια νέα πνευματικότητα, που επικεντρώθηκε προπάντων στη λατρεία του λόγου του Θεού, ο οποίος περιέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 37καβόνιος — ον (Α) 1. αυτός που αναφέρεται στον κάβο, στο εβρ. μέτρο για σιτάρι και ψωμί 2. (για ψωμί) αυτό που είναι μέσα σε κάβο («άρτος καβόνιος») 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ καβόνιον μέτρο σίτου και άρτου, κάβος (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < κάβος (Ι)] …

    Dictionary of Greek

  • 38κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …

    Dictionary of Greek

  • 39κουραμάνα — η 1. στρατιωτικό ψωμί 2. γεν. πιτυρούχο ψωμί δεύτερης ποιότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek

  • 40κρησαριστός — ή, ό [κρησαρίζω] 1. κοσκινισμένος με την κρησάρα, κρησαρισμένος («κρησαριστό αλεύρι») 2. φρ. «κρησαριστό ψωμί» ψωμί που παρασκευάστηκε από αλεύρι που κοσκινίστηκε με την κρησάρα …

    Dictionary of Greek