ψυχῇ

  • 71Psique — Saltar a navegación, búsqueda Para otros usos de este término, véase Conciencia (desambiguación). Para consultar información sobre la figura mitológica, véase: Psique (psyche) Anubis personificación o antropización egipcia vinculada a las almas …

    Wikipedia Español

  • 72ДЕМОКРИТ —    • Democrltus,          Δημόκριτος, родился в городе Абдера между 470 460 гг. до Р. X., следовательно, был намного моложе Анаксагора и был еще в живых во времена Сократа. Отец его, рассказывают, был очень богат и угостил Ксеркса у себя в доме… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 73αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …

    Dictionary of Greek

  • 74εσώψυχος — η, ο και σώψυχος, η, ο 1. (για συναισθήματα) αυτός που δεν εκφράζεται, δεν εκδηλώνεται εξωτερικά, αλλά συμβαίνει μόνο στην ψυχή («εσώψυχο μίσος») 2. ο ειλικρινής, ο βαθύς, αυτός που προέρχεται βαθιά μέσα από την ψυχή («εσώψυχη συμπόνοια»). Επίρρ …

    Dictionary of Greek

  • 75θεός — Το υπέρτατο ον. Κατά τη θρησκευτική σκέψη είναι αιώνιο, δημιουργός και συντηρητής, πρώτη αιτία, άπειρη και μυστηριώδης, όλων όσα υπάρχουν. Στον πρωτόγονο άνθρωπο, η ιδέα του Θ. διαμορφώθηκε σε σχέση με τις τεράστιες ανάγκες, τα εμπόδια και τους… …

    Dictionary of Greek

  • 76θηριόψυχος — και θεριόψυχος, η, ο (Μ θηριόψυχος, ον) αυτός που έχει ψυχή θηρίου, ο άγριος και σκληρός στην ψυχή όπως το θηρίο νεοελλ. θεριόψυχος μτφ. αυτός που έχει γενναιότητα και ορμητικότητα όπως τα άγρια θηρία, γενναιόκαρδος, αντρειωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …

    Dictionary of Greek

  • 77καλόψυχος — η, ο (AM καλόψυχος, ον) αυτός που έχει καλή ψυχή, αγαθός, καλόκαρδος, καλόγνωμος, ευσπλαχνικός μσν. αρχ. αυτός που έχει καλή ψυχική διάθεση. επίρρ... καλόψυχα (Μ καλόψυχα) νεοελλ. με ευσπλαχνία, με καλοσύνη, με καλή ψυχή μσν. σε καλή ψυχική… …

    Dictionary of Greek

  • 78μαυρίζω — (Μ μαυρίζω) [μαύρος] 1. καθιστώ κάτι μαύρο, προσδίδω σε κάτι μαύρο χρώμα («σέ μαύρισε για τα καλά ο ήλιος») 2. φαίνομαι μαύρος («μαυρίζει σαν κόρακας») 3. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) μαυρισμένος, η, ο(ν) θλιβερός, λυπημένος («Ω μαυρισμένη μου ψυχή …

    Dictionary of Greek

  • 79ολόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁλόψυχος ον) αυτός που γίνεται με όλη την ψυχή, εγκάρδιος, ένθερμος («δέησιν ὁλόψυχον», Ευστ.). επίρρ... ολοψύχως και ολόψυχα (Μ ὁλοψύχως) με όλη την ψυχή, εγκαρδίως, ένθερμα, προθυμότατα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ …

    Dictionary of Greek

  • 80ομόψυχος — η, ο (ΑΜ ὁμόψυχος, ον) αυτός που έχει τα ίδια συναισθήματα, ομόθυμος αρχ. προικισμένος με την ίδια ψυχή. επίρρ... ομοψύχως και ομόψυχα (Α ὁμοψύχως) με μία ψυχή, με μία γνώμη, με ομόνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ψυχος (< ψυχή), πρβλ. ισό ψυχος …

    Dictionary of Greek