ψυχὴ δ' ἐκ ῥεθέων πταμένη

  • 1ρέθος — εος, τὸ, Α 1. το πρόσωπο («ῥέθος ἀελίω δεῑξον», Ευρ.) 2. το σώμα 3. πληθ. τὰ ῥέθη τα μέλη τού σώματος («ψυχὴ δ ἐκ ῥεθέων πταμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ῥέθος απαντά αρχικά στην αιολ. λυρική ποίηση με τη σημ. «πρόσωπο» και με… …

    Dictionary of Greek