ψυχρά
51νέκρα — η 1. το γνώρισμα τού νεκρού 2. έλλειψη κάθε εκδήλωσης ζωής, στασιμότητα, μαρασμός 3. απόλυτη σιγή 4. απόλυτη ησυχία, απόλυτη γαλήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού θηλ. (νεκρά) τού επιθ. νεκρός, ά, όν, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. ξερός:… …
52νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας …
53νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …
54ξέρα — και ξέρη, η 1. βράχος στη θάλασσα που μόλις καλύπτεται και ο οποίος γίνεται δύσκολα ορατός, ύφαλος, σκόπελος 2. ξηρασία, ανομβρία, ξεραΐλα, έλλειψη βροχής 3. ξερός τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. ξερά / ξερή τού επιθ. ξερός, ή, ό …
55ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του …
56οναγρόβοτος — ὀναγρόβοτος, ον (Α) (για τόπο) αυτός όπου βόσκουν όναγροι («τὰ τῶν Λυκαόνων ὀροπέδια ψυχρὰ καὶ ψιλὰ καὶ ὀναγρόβοτα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄναγρος + βοτος (< βόσκω), πρβλ. ιππό βοτος, μηλό βοτος] …
57ποντσόλ — το, Ν άκλ. (εδαφολ.) έδαφος που τυπικά σχηματίζεται σε πολύ ψυχρά κλίματα, στις τούντρες, στους ερεικώνες και στην ταϊγκά τού αρκτικού κύκλου …
58προβοσκιδωτά — Τάξη θηλαστικών, η ονομασία των οποίων προέρχεται από το ότι είναι προικισμένα με προβοσκίδα. Τα π. εμφανίστηκαν κατά το ηώκαινο στην Αφρική και διαδόθηκαν κατά το τριτογενές και τεταρτογενές σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία· μερικά …
59πτεροκαρύα — (pterocarya). Δικοτυλήδονο φυτό της οικογένειας των γιουγλανδιδών. Από τα γνωστά 8 είδη του, τα 6 είναι ιθαγενή της Ασίας. Είναι δένδρα φυλλοβόλα, με φύλλα σύνθετα, άνθη μόνοικα και καρπό σε σχήμα μικρού καρυδιού, τετράχωρο και μονόσπερμο. Τα… …
60ρέγγα — (clupea harengus). Τελεόστεο ψάρι. Το σώμα της είναι ατρακτοειδές με πρασινωπά λέπια, πολύ σκούρα στη ράχη και ασημόχρωμα στην κοιλιά. Το ακμαίο άτομο έχει μήκος 30 35 εκ. Ζει κατά μεγάλα κοπάδια που πλησιάζουν τις ακτές μεταξύ Απριλίου και… …