ψυχορραγεῖ

  • 1ψυχορραγεῖ — ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγέω let the soul break loose pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ψῡχορραγεῖ , ψυχορραγής letting the soul break loose… …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2βραδυθάνατος — βραδυθάνατος, ον (Α) αυτός που ψυχορραγεί επί μακρό χρόνο …

    Dictionary of Greek

  • 3λοίσθιος — α, ο (Α λοίσθιος, ία, ον, θηλ. και ος) έσχατος, τελευταίος, ύστατος («τὰ λοίσθι αἰτεῑ τοῡ βίου», Σοφ.) νεοελλ. φρ. «πνέει τα λοίσθια» βρίσκεται στα τελευταία του, εκπνέει, ψυχορραγεί αρχ. (το ουδ. έναρθρο ή άναρθρο ως επίρρ.) (τὸ) λοίσθιον στο… …

    Dictionary of Greek

  • 4προνωπής — ές, Α 1. σκυφτός προς τα εμπρός, με το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω (α. [σε περιγραφή βαθιάς λύπης] «στείχει προνωπὴς ἐκπεσοῡσα δεμνίων», Ευρ. β) [σε περιγραφή ετοιμοθάνατου] «προνωπής ἐστι καὶ ψυχορραγεῑ», Ευρ. γ) [σε περιγραφή λιποθυμίας] «ὕπερθε… …

    Dictionary of Greek

  • 5ψυχορραγής — ές, Α αυτός που ψυχορραγεί, ετοιμοθάνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + ρραγής (< ῥήγνυμι), πρβλ. αἱμο ρραγής] …

    Dictionary of Greek