ψιλῶν
1Ψιλῶν — Ψιλᾶς masc gen pl (attic epic doric) …
2ψιλῶν — ψῑλῶν , ψιλός bare fem gen pl ψῑλῶν , ψιλός bare masc/neut gen pl ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part act masc voc sg (doric aeolic) ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ψῑλῶν , ψιλόω strip bare pres part… …
3CYNOCEPHALI — populi Indiae in montibus degentes, quos capita cavina habere fabulatur Plin. l. 7. c. 2. Vide Gell. l. 9. c. 4. De illis Solin. c. 52. Megasthenes per diversos Indiae montes esse seribit, nationes caninis capitibus, armatas unguibus, amictas… …
4ένταξη — η (AM ἔνταξις) τοποθέτηση μέσα σε σύνολο («η ένταξη τής χώρας στη συμμαχία», «η ένταξη τής σχολής στα ανώτατα ιδρύματα», «η ένταξη τών νέων στην κοινωνία») αρχ. η τοποθέτηση ψιλών στα διαστήματα τής φάλαγγας …
5από — (I) (AM ἀπό) πρόθ. σημαίνει 1. απομάκρυνση από τόπο, πρόσωπο, πράγμα, ενέργεια («έφυγε από την πόλη», «ἀπὸ θαλάσσης ᾠκίσθησαν») 2. αλλαγή («από δήμαρχος κλητήρας», «ἀθανάταν ἀπὸ θνατᾱς ἐποίησας Βερενίκαν») 3. προέλευση από τόπο ή πρόσωπο («πήρε… …
6ισοστοιχώ — ἰσοστοιχῶ, έω (Α) [ισόστοιχος] (για γράμματα) αντιστοιχώ («ἀντιστοιχεῑ τὰ δασέα τοῑς ψιλοῑς, τουτέστιν ἰσοστοιχεῑ πολλάκις γὰρ εἰς τὸν τόπον τῶν ψιλῶν τὰ δασέα τίθεται») …
7μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… …
8μακροδρόμος — μακροδρόμος, ον (Α) αυτός που διανύει μακρύ δρόμο, μεγάλη απόσταση («μακροδρομώτεροι οἱ ἐκ τῶν ψιλῶν», Ξεν.) …
9πάρμη — ἡ, Α είδος κυκλικής ασπίδας τών Ρωμαίων ιππέων και τών ψιλών οπλιτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. parma «είδος ασπίδας»] …
10πελταστής — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαία Ελλάδα οι πολεμιστές εκείνοι που έφεραν ασπίδα και ελαφρύ οπλισμό, και αποτελούσαν ένα αυτοτελές στρατιωτικό σώμα. Στις μάχες τους τοποθετούσαν πίσω από τους άλλους στρατιώτες και τους χρησιμοποιούσαν κυρίως για τις… …
- 1
- 2