ψηφ-ωτός

  • 1φυλλιδωτός — ή, ό, Ν αυτός που διαχωρίζεται σε λεπτά φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο + κατάλ. ωτός, κατ επίδραση λ. που έχουν θ. σε δ , πρβλ. ψηφ ιδ ωτός] …

    Dictionary of Greek