ψηφίζω
1ψηφίζω — count pres subj act 1st sg ψηφίζω count pres ind act 1st sg …
2ψηφίζω — ψηφίζω, ψήφισα βλ. πίν. 33 …
3ψηφίζω — ΝΜΑ [ψήφος] νεοελλ. εκλέγω, αναδεικνύω κάποιον, στα πλαίσια εκλογικής αναμέτρησης (α. «τόν ψήφισαν και πάλι δήμαρχο» β. «ο λαός ψήφισε τους συντηρητικούς») νεοελλ. αρχ. (στην αρχ. το μέσ. ψηφίζομαι) 1. (γενικά) εκφράζω τη γνώμη μου με την ψήφο… …
4ψηφίζω — ψήφισα, ψηφίστηκα, ψηφισμένος 1. δίνω ψήφο, λέω τη γνώμη μου με ψήφο. 2. δίνω ψήφο υπέρ κάποιου: Θέλω να ψηφίσεις τον τάδε υποψήφιο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ψηφίζετε — ψηφίζω count pres imperat act 2nd pl ψηφίζω count pres ind act 2nd pl ψηφίζω count imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …
6ψηφιζόντων — ψηφίζω count pres part act masc/neut gen pl ψηφίζω count pres imperat act 3rd pl …
7ψηφίζομεν — ψηφίζω count pres ind act 1st pl ψηφίζω count imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …
8ψηφίζοντα — ψηφίζω count pres part act neut nom/voc/acc pl ψηφίζω count pres part act masc acc sg …
9ψηφίζουσι — ψηφίζω count pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ψηφίζω count pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
10ψηφίζουσιν — ψηφίζω count pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ψηφίζω count pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …