ψηλός

  • 91μεγέθης — μεγέθης, μέγεθες (Μ) 1. ευμεγέθης, μεγάλος, ογκώδης 2. ψηλός («καθέδρᾳ μεγεθεστάτῃ πάνυ καθήμενος», Βίος Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. μεγέθης σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τα σύνθ. σε μεγέθης < μέγεθος (πρβλ. ευ μεγέθης, ισο μεγέθης)] …

    Dictionary of Greek

  • 92μεγαλοήλιξ — μεγαλοῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ (Μ) αυτὸς που έχει μεγάλο ανάστημα, ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἦλιξ «ίσος, συνομίληκος» (πρβλ. μακρο ήλιξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 93μετεωρία — μετεωρία, ἡ (ΑΜ) [μετέωρος] μσν. πνευματική τάση αρχ. 1. ψηλός τόπος, ύψωμα 2. απροσεξία, αβλεψία …

    Dictionary of Greek

  • 94μετεωρίζω — και μετωρίζω (ΑΜ μετεωρίζω, Μ και μετωρίζω) [μετέωρος] 1. σηκώνω κάτι και τό κρατώ ψηλά ώστε να μείνει μετέωρο (α. «τά σκέλη ὑγρὰ μετεωρίζει», Ξεν. β. «ἐγὼ μὲν ἐκ μέσου διαλαβὼν τὸ δόρυ καὶ μετεωρίσας ὑπὲρ κεφαλῆς», Πλούτ.) 2. (μεσοπαθ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 95νταγλαράς — ο (με ειρωνική σημ.) άνθρωπος πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. dağli «αυτός που ζει στο βουνό» < dağ «βουνό» + κατάλ. αράς] …

    Dictionary of Greek

  • 96ξερακιανός — και ξεραγκιανός και ξηραγκιανός, ή, ό (για πρόσ.) πολύ ψηλός και λιγνός, λιπόσαρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξέρακας + κατάλ. ιανός (πρβλ. παρακατ ιανός). Ο τ. ξηραγκιανός κατ επίδραση τού ξηρός] …

    Dictionary of Greek

  • 97ξυλάγγουρο — το 1. ο καρπός τής ξυλαγ γουριάς 2. (κατ επέκτ.) το άγουρο πεπόνι 3. μτφ. (για πρόσ.) α) πολύ ψηλός, αδύνατος και άχαρος άνθρωπος («είναι σκέτο ξυλάγγουρο») β) αμόρφωτος, απαίδευτος …

    Dictionary of Greek

  • 98ξυλένιος — ια, ιο 1. ξύλινος 2. μτφ. (για πρόσ.) ψηλός, λεπτός και άχαρος σαν ξύλο …

    Dictionary of Greek

  • 99ορεομήκης — ὀρεομήκης, ες (Α) αυτός που έχει ύψος βουνού, ο ψηλός σαν βουνό («ὀρεομήκεις χιόνες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο (βλ. λ. όρος [II]) + μήκης (< μῆκος), πρβλ. ουρανο μήκης] …

    Dictionary of Greek

  • 100ορθόκρανος — ὀρθόκρανος, ον (Α) αυτός που έχει υψωμένη την κορυφή, ψηλός («τύμβος ὀρθόκρανος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κρανος (< *κρᾶνον [πρβλ. κρανίον]), πρβλ. πολύ κρανος] …

    Dictionary of Greek