ψηλός

  • 81λελέκι — το 1. το πτηνό πελαργός 2. πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος 3. είδος μεγάλου δρεπανιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. leylek] …

    Dictionary of Greek

  • 82λούμακας — ο νέος ψηλός και ωραίος, λεβέντης. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ιταλ. lumaca «σαλιγκάρι, νωθρός»] …

    Dictionary of Greek

  • 83λυγερός — ή, ό και λυγηρός, ά, ό (AM λυγηρός, ά, όν, Μ και λυγερός, ή, όν) εύκαμπτος, ευλύγιστος νεοελλ. μσν. 1. (για πρόσ.) ψηλός και λεπτός, ευσταλής, κομψός 2. το θηλ. ως ουσ. η λυγερή (για νέα γυναίκα) ψηλή, κομψή και ευκίνητη μσν. (το ουδ. στην αιτ.… …

    Dictionary of Greek

  • 84μαγκλάρας — και μαγκλαράς, ο 1. άνδρας ψηλός και άχαρος, ασουλούπωτος 2. ρωμαλέος, ψηλόκορμος άνδρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού μέγκλος* «θαυμάσιος άνθρωπος», με αφομοιωτική τροπή τού ε σε α ] …

    Dictionary of Greek

  • 85μακεδνός — μακεδνός, ή, όν (Α) 1. μακρύς, ψηλός («ἐλάτῃσι μακεδναῑς», Νίκ.) 2. δωρικός («Δωρικόν τε καὶ Μακεδνὸν ἔθνος», Ηρόδ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μακεδνὰ σκῡλα τὰ οὐράνια καὶ μεγάλα, ἢ ὅ,τι τρόπαια μετέωρα ἵσταται». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μακ εδνός ανάγεται στην… …

    Dictionary of Greek

  • 86μακροήλιξ — μακροῆλιξ, ικος, ὁ, ἡ (Μ) ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ἦλιξ «ίσος, συνομήλικος» (πρβλ. μεγα ήλιξ)] …

    Dictionary of Greek

  • 87μακροειδής — μακροειδής, ές (AM) μσν. ψηλός αρχ. αυτός που έχει μακρουλό σχήμα, επιμήκη μορφή …

    Dictionary of Greek

  • 88μακροφυής — μακροφυής, ές (Α) 1. αυτός που έχει από τη φύση του μακρύ σχήμα, επιμήκης, μακρύς 2. (για δημητριακά) ο ανεπτυγμένος καλά, ο ψηλός, ο θρεμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + φυής (< φύος < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, μεγαλο φυής] …

    Dictionary of Greek

  • 89μαντράχαλος — και μαντραχαλάς, ο (ειρωνικά για πρόσ.) πολύ ψηλός και άχαρος, κρεμανταλάς, μαγκλαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάντρα + χαλί «διχαλωτό ξύλο στις μάντρες για ανάρτηση» (για τη σημ. τής λ. πρβλ. κρεμανταλάς] …

    Dictionary of Greek

  • 90μεγάλος — η, ο και μέγας, μεγάλη, μέγα (ΑM μέγας, μεγάλη, μέγα, Μ και μεγάλος, η, ο[ν], ουδ. και μέγαν) 1. αυτός που υπερβαίνει τον μέσο όρο, αυτός τού οποίου οι διαστάσεις ξεπερνούν τις συνήθεις (α. «μεγάλη ζωή» β. «μεγάλος χώρος» γ. «μεγάλη δόξα» δ.… …

    Dictionary of Greek