ψηλός

  • 71καθυψηλός — καθυψηλός, ὁ (Α) (επιτατ. τού υψηλός) πολύ ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑψηλός) …

    Dictionary of Greek

  • 72καλαμοκάνης — ο θηλ. καλαμοκάνα και καλαμοκάνισσα [καλαμοκάνι] (για ανθρώπους) αυτός που έχει πόδια μακριά και λεπτά σαν καλάμια, ο ψηλός και αδύνατος …

    Dictionary of Greek

  • 73κανονίας — κανονίας, ὁ (Α) άνθρωπος λεπτός και ψηλός, με ευθυτενές ανάστημα, ευθύς σαν κανόνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανών, όνος + κατάλ. ίας*, πρβλ. αισθηματ ίας, εγκληματ ίας] …

    Dictionary of Greek

  • 74καρκαλέτσος — ο και καρκαλέτσι, το 1. είδος ακρίδας 2. μτφ. (σκωπτικά) άνθρωπος ψηλός και ισχνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβαν. karkalets] …

    Dictionary of Greek

  • 75κατάρτι — το (AM κατάρτιον, Μ κατάρτιν) ψηλός στύλος στον οποίο στηρίζονται τα πανιά τού πλοίου, ο ιστός τού πλοίου μσν. δοκάρι αρχ. μέρος τού υφαντικού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο τού επιθ. κατ άρτιος «αυτός που προσαρμόζεται» (<… …

    Dictionary of Greek

  • 76κολεκάνος — και κολοκάνος, ὁ (Α) (για πρόσ.) ψηλός και αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …

    Dictionary of Greek

  • 77κρεμανταλάς — ο άνθρωπος ψηλός και άχαρος, συνήθως περιορισμένης αντίληψης. [ΕΤΥΜΟΛ. πιθ. < *κρεμανταρ άς, με ανομοίωση τού ρ σε λ , με πιθ. επίδραση τού μπουνταλάς] …

    Dictionary of Greek

  • 78κυπαρισσένιος — α, ο [κυπαρίσσι] 1. αυτός που κατασκευάστηκε από ξύλο κυπαρισσιού 2. ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι («κυπαρισσένιο κορμί») …

    Dictionary of Greek

  • 79κυπαρισσόλικος — κυπαρισσόλικος, ον (Μ) αυτός που είναι ψηλός και λυγερός σαν κυπαρίσσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυπαρίσσι + ἡλικία] …

    Dictionary of Greek

  • 80λέξημα — το (όρος τής δομικής σημασιολογίας) λεξιλογική μονάδα περιεχομένου (σημασίας) που δηλώνεται μονολεκτικά (σπίτι, γράφω, ψηλός) ή περιφραστικά (εν τάξει, τήν πάτησε, όσο να πεις κύμινο) από το σύστημα μιας γλώσσας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ.… …

    Dictionary of Greek