ψηλός

  • 61εφτάψηλος — η, ο πολύ ψηλός …

    Dictionary of Greek

  • 62ηερομήκης — ἠερομήκης, ες (Α) (επικ. τ. τού αερομήκης) ψηλός μέχρι τον ουρανό, θεόρατος, ουρανομήκης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο ιων. τ. τού αερο (< αηρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + μήκης (< μήκος), πρβλ. επι μήκης, ισο μήκης] …

    Dictionary of Greek

  • 63ηλιτενής — ἠλιτενής, ές (Α) ο ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηλι (βλ. λ. ηλίβατος) + τενής (< *τενος, το < τείνω), πρβλ. εκ τενής, ευθυ τενής] …

    Dictionary of Greek

  • 64θεόρατος — η, ο πολύ μεγάλος ή πολύ ψηλός, υπερμεγέθης, πελώριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όρατος (< ορώ), πρβλ. α δι όρατος, α όρατος] …

    Dictionary of Greek

  • 65θεόψηλος — η, ο ο πολύ ψηλός, ο πανύψηλος …

    Dictionary of Greek

  • 66θυμέλη — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα μέρη του αρχαίου ελληνικού θεάτρου. Ειδικότερα, η θ. μπορεί να ήταν βήμα ή βωμός στην ορχήστρα, σκηνή ή λογείον ή και η ίδια η ορχήστρα. Κατά τους τραγικούς, η θ. ήταν βωμός που βρισκόταν στην ορχήστρα… …

    Dictionary of Greek

  • 67θυννοσκοπείον — θυννοσκοπεῑον, τὸ (Α) [θυννοσκόπος] ψηλός τόπος απ όπου παραμόνευαν τους τόν(ν)ους …

    Dictionary of Greek

  • 68ιθυκτέανος — ἰθυκτέανος, ον (Α) (για δέντρο) ψηλός και ευθύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + κτέανον «κτήμα, περιουσία»] …

    Dictionary of Greek

  • 69ισάζω — και ισιάζω και σιάζω και σάζω (ΑΜ ἰσάζω, Μ και σάζω, ἐσιάζω, ἰσιάζω, σιάζω) βλ. σιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἴσος. Ο τ. σιάζω είτε < ἰσάζω με επίδραση τού ἴσιος είτε απευθείας από το ἴσιος, με σίγηση τού προτονικού (στο ρήμα) φωνήεντος ι (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 70ισόδενδρος — ἰσόδενδρος, ον (Α) 1. ο ίσος με κάποιο χαρακτηριστικό τού δέντρου («ἰσοδένδρου τέκμαρ αἰῶνος», Πίνδ.) 2. ψηλός, μεγάλος σαν δέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + δἐνδρον] …

    Dictionary of Greek