ψηλός

  • 51γεια — η 1. η υγεία 2. (σε χρήση κυρίως για χαιρετισμό ή αποχαιρετισμό) γεια, «έχε γεια» ή «έχετε γεια» 3. «αφήνω γεια» αποχαιρετώ και πεθαίνω 4. «με γεια» ευχή γι αυτόν που φορά καινούργια ρούχα ή άλλο είδος αμφίεσης 5. «γεια στα χέρια σου» ως έπαινος… …

    Dictionary of Greek

  • 52γκέκας — (1740 – 1790). Αρματολός. Δραστηριοποιήθηκε στη Μακεδονία και είχε έδρα την Κατερίνη. Ήταν ψυχογιός και αργότερα πρωτοπαλίκαρο του μεγάλου κλεφταρματολού Ζίδρου, που μαζί με τους Ζιάκα, Λάζο και Βλαχάβα, είχαν στην εξουσία τους ουσιαστικά μεγάλο… …

    Dictionary of Greek

  • 53γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω …

    Dictionary of Greek

  • 54δελίνι — και ντελίνι, το 1. κατάφρακτο πολεμικό ιστιοφόρο, δίκροτο ή τρίκροτο 2. (για πρόσ.) ο ψηλός, ο μεγαλόσωμος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. de ligne, που προήλθε από τη φρ. batiment de ligne «πλοίο της γραμμής»] …

    Dictionary of Greek

  • 55εναέριος — α, ο (AM ἐναέριος, ον) αυτός που ζει, βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, ο υψωμένος στον αέρα, μετέωρος («εναέρια συγκοινωνία», «εναέριος σιδηρόδρομος») μσν. 1. ουράνιος 2. ψηλός. επίρρ... εναερίως κατά εναέριο τρόπο, με τον αέρα, ανάερα …

    Dictionary of Greek

  • 56επιμήκης — ες (ΑΝ ἐπιμήκης, ες) [μήκος] αυτός τού οποίου το μήκος είναι μεγαλύτερο από το πλάτος αρχ. 1. εκτεταμένος, μεγάλος 2. (για ανάστημα) ψηλός 3. (το ουδ. συγκρ. ως επίρρ.) ἐπιμηκέστερον για περισσότερο χρόνο …

    Dictionary of Greek

  • 57ευαυξής — εὐαυξής, ές (ΑΜ) αυτός που αυξάνεται, που μεγαλώνει γρήγορα και εύκολα («εὐαυξέστερα γὰρ τὰ θήλεα τῶν ἀρρένων», Θεόφρ.) μσν. αυτός που μεγαλώνει καλά αρχ. 1. ο ψηλός 2. αυτός που έχει αυξημένο όγκο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αυξής (< αύξω), πρβλ. αν… …

    Dictionary of Greek

  • 58ευμήκης — ες (ΑΜ εὐμήκης, ες, Α δωρ. τ. εὐμάκης) 1. (για άνθρωπο) ψηλός, αυτός που έχει υψηλό ανάστημα («παρθένον εὐμήκη καὶ εὔχρουν», Αλκίφρ.) 2. ο εκτεταμένος κατά μήκος, ο μακρός, ο επιμήκης («καὶ ἀμπελῶνα θαυμαστὸν ἐποίησεν ἐκεῑσε τὸν ἔκαμε εὐσύνθετον …

    Dictionary of Greek

  • 59ευμήκιστος — εὐμήκιστος, ον (Μ) 1. ψηλός 2. μακρύς, επιμήκης 3. πλατύς, ευρύχωρος, μεγάλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μήκ ιστος, ανώμαλος υπερθετικός τού μακρός (< μήκος κατά τα αίσχος > αίσχιστος)] …

    Dictionary of Greek

  • 60ευμεγέθης — ες (Α εὐμεγέθης, ες) αυτός που έχει αξιόλογο, αρκετό μέγεθος, ο μεγάλος, ο μεγαλούτσικος («εὐμεγέθης ἀστράγαλος», Αιν. Τακτ.) αρχ. 1. ψηλός, εύσωμος («εὐμεγέθης γυνή», Ανθ. Παλ.) 2. μτφ. σπουδαίος, σημαντικός («εὐμεγέθης μαρτυρία», Δημοσθ.).… …

    Dictionary of Greek