ψηλός

  • 41Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… …

    Dictionary of Greek

  • 42αγχιβαθής — ἀγχιβαθής, ές (Α) 1. λέγεται για τη θάλασσα που είναι βαθιά μέχρι και την ακτή 2. βαθύς, ψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγχι + βάθος] …

    Dictionary of Greek

  • 43αιπός — αἰπός, ή, όν (Α) 1. ψηλός, απόκρημνος, δυσπρόσιτος 2. (για ποτάμια) αυτός που πέφτει από ψηλά, ορμητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. αἰπύς*] …

    Dictionary of Greek

  • 44ακροπόλος — ἀκροπόλος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στα ύψη, ο ψηλός 2. ως ουσ. οἱ ἀκροπόλοι οι αρκτικοί και ανταρκτικοί κύκλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο (Ι) + πόλος < πολῶ ( έω) «περιφέρομαι, περιπλανώμαι, συχνάζω, διαμένω, κατοικώ»] …

    Dictionary of Greek

  • 45ανεμόεις — ἀνεμόεις, εσσα, εν (δωρ. τ. αντί ἠνεμόεις) (Α) 1. προσβαλλόμενος από τον άνεμο, ανεμοδαρμένος 2. γρήγορος σαν τον άνεμο 3. ψηλός, υψιπετής («ἀνεμόεν φρόνημα») …

    Dictionary of Greek

  • 46ανωρεπής — ἀνωρεπής ( οῡς), ές (Μ) αυτός που έχει ροπή προς τα άνω, ψηλός …

    Dictionary of Greek

  • 47αψηλός — ή, ό βλ. υψηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < α (προθετικό) + ψηλός] …

    Dictionary of Greek

  • 48βλωθρός — βλωθρός, ά, όν (Α) (για δέντρα) ψηλός, μεγαλόπρεπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. βλωθρός < *μλωθρός < (ινδοευρ. ρίζα) *melōdh «ύψωμα, κεφάλι» (πρβλ. αρχ. ινδ mūrdhάn «κεφάλι, κορυφή», αγγλοσαξ. molda «κορυφή του… …

    Dictionary of Greek

  • 49βρίζω — Θαλάσσια θεότητα, που χρησμοδοτούσε με όνειρα και λατρευόταν κυρίως στη Δήλο. Σε αυτήν κατέφευγαν σύζυγοι, μητέρες και αδελφές των ναυτικών, ζητώντας πληροφορίες για τους συγγενείς τους. * * * (I) υβρίζω, λέω λόγια προσβλητικά και άπρεπα. [ΕΤΥΜΟΛ …

    Dictionary of Greek

  • 50βύθος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 980 μ., 184 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βοΐου του νομού Κοζάνης. Βρίσκεται προς τα ΝΔ του νομού, στις νοτιοανατολικές πλαγιές του Βοΐου όρους. Υπάγεται στην κοινότητα Πενταλόφου. Παλαιότερα (έως το 1928) ονομαζόταν Ντόλος. *… …

    Dictionary of Greek