ψηλός
21μακρολέλεκας — ο (για πρόσ.) λεπτός, πολύ ψηλός και άχαρος, ψηλός και λιγνός σαν λελέκι …
22ορθός — ή, ό (ΑΜ ὀρθός, Α λακων. τ. ὀρσός, ή, όν) 1. ευθυτενής, στητός, όρθιος («ὀρθαὶ δὲ τρίχες ἔσταν», Ομ. Ιλ.) 2. (για ανθρώπους και ζώα) αυτός που στέκεται όρθιος, στα πόδια του («μὲ άκουγε ορθός και σιωπηλός»). 3. ευθύς, ίσιος («Ἀπόλλων ὀρθὸν ἰθύνοι …
23πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… …
24σκόπελος — I Ημιορεινός οικισμός (1861 κάτ., υψόμ. 150), στην επαρχία Μυτιλήνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια του νομού και της επαρχίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (42 τ. χλμ., 2006 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι… …
25τετράψηλος — η, ο, Ν πολύ ψηλός, πανύψηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. τετρ(α) * + ψηλός] …
26υψηλός — ή, ό / ὑψηλός, ή, όν, ΝΜΑ, και ψηλός και αψηλός Ν, θηλ. και ός Α 1. (συν. σε σύγκριση με τον μέσο όρο) αυτός που έχει μεγάλο ύψος (α. «υψηλό ανάστημα» β. «τὴν δ ἐκίχανεν πύργῳ ἐφ ὑψηλῷ», Ομ. Ιλ.) 2. (με τοπ. σημ.) αυτός που βρίσκεται σε αρκετό… …
27ψηλοκρεμαστός — ή, ό και ψηλοκρέμαστος, η, ο, Ν 1. αυτός που κρέμεται από ψηλά 2. (για πρόσ.) ειρων. ψηλός και άκομψος, άχαρος 3. (για βολή) αυτός που ρίχνεται ψηλά για να πετύχει τον στόχο («ψηλοκρεμαστή μπαλιά»). επίρρ... ψηλοκρεμαστά Ν με τρόπο ώστε να πέσει… …
28ψηλολέλεκας — ο Ν (για πρόσ.) ειρων. ψηλός και πολύ αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + λελέκι] …
29ψηλοσύνη — η, Ν [ψηλός] ψήλος, ανάστημα …
30ψηλόλιγνος — η, ο, Ν ψηλός και λιγνός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + λιγνός] …