ψηλός

  • 121τουρκαλάς — ο, θηλ. τουρκάλα, Ν 1. ψηλός, μεγαλόσωμος Τούρκος 2. άξεστος, αμόρφωτος Τούρκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Τούρκος + κατάλ. αλάς (πρβλ. κρεμαντ αλάς)] …

    Dictionary of Greek

  • 122υπερμήκης — ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α 1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός 2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός 3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μήκης (< μῆκος) …

    Dictionary of Greek

  • 123υπερτενής — ές, Α [ὑπερτείνω] 1. αυτός που προεξέχει («χαλκὸν ἀθέριτον ἀσπίδος ὑπερτενῆ», Αισχύλ.) 2. αυτός που φτάνει σε μεγάλο ύψος, ψηλός 3. μτφ. μεγαλοπρεπής …

    Dictionary of Greek

  • 124υπερωμίας — ὁ, Μ άνθρωπος πολύ ψηλός, που το κεφάλι τών άλλων φτάνει ώς τους ώμους του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + ὦμος + κατάλ. ίας (πρβλ. ἐξ ωμ ίας)] …

    Dictionary of Greek

  • 125υποδενδρούμαι — όομαι, Α γίνομαι ψηλός σαν δένδρο («μαλάχη εἰς ὕψος ἀναγομένη καὶ ὑποδενδρουμένη», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + δενδρῶ (< δένδρον)] …

    Dictionary of Greek

  • 126υψίπυργος — ον, Α 1. αυτός που έχει ψηλούς πύργους 2. μτφ. ψηλός σαν πύργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πυργος (< πύργος), πρβλ. καλλί πυργος] …

    Dictionary of Greek

  • 127υψαύχενος — η, ο / ὑψαύχενος, ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, ενος, ὁ, ἡ, Α μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος αρχ. 1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι 2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό 3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη 4 …

    Dictionary of Greek

  • 128υψηλοτάπεινος — ον, Α αυτός που είναι άλλοτε ψηλός και άλλοτε χαμηλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + ταπεινός] …

    Dictionary of Greek